Αναζήτηση
Πρόσφατα Θέματα
Συνδέσεις
Blog για το Αστροχώρι
------
Μεγαλόχαρη Άρτας
-------------------
Δήμος Τετραφυλίας
---------------------
Το Αστροχώρι στο facebook
---------
Πηγές Άρτας
-------------------
Ξενοδοχείο Πύργος - Μεσόπυργος
----
video από το Αστροχώρι
-----
Φωτογραφίες απο Αστροχώρι
-----
Φωτογραφίες απο Μεγαλόχαρη
-----
Φωτογραφίες απο Μεσόπυργο
------
Φωτογραφίες απο Ελάτη
-------
Φωτογραφίες απο Καστανιά
------
Βραγκιανά Καρδίτσας
--------------
Αργιθέα Καρδίτσας
-----------------
Πηγές Άρτας Facebook
----------
Μεσόπυργος Άρτας Facebook
-------
Ρετσιανά Άρτας Blog
-------------
Καστανιά Άρτας facebook
----------
Μηλιανά Άρτας Facebook
--------------
Νέο Αργύρι
---------------------------
Βρουβιανά
---------------------------
Μεγαλόχαρη Άρτας facebook
-----
Χελώνα Άρτας
---------------------
Οδηγός επιχειρήσεων Άρτας
------
Τετραφυλία FacebookΗ ώρα είναι
Ο καιρός στο Αστροχώρι
ΤΙ ΒΛΕΠΟΥΝ ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ
Σας αρέσει το Forum??
Γιατί το λέμε έτσι
Σελίδα 1 από 1
Γιατί το λέμε έτσι
Όλα τα' χει η Μαριορή ο φερετζές της λείπει
Στα χρόνια του βασιλιά της Ελλάδας Όθωνα, είναι γνωστό πως η Αθήνα ήταν μια μικρή πόλη, που κάθε άλλο παρά με τη σημερινή έμοιαζε.
Κοντά σε όλες τις ελλείψεις και η ψυχαγωγία ήταν περιορισμένη και θα ήταν πολύ τυχερός κανείς, εάν κατάφερνε να τον προσκαλέσουν στις λιγοστές κοσμικές συγκεντρώσεις που γινόταν. Το εισιτήριο για τα κοσμικά σαλόνια δεν μπορεί να πει κανείς πως ήταν πολύ δύσκολο.
Δεν είχε, βλέπετε ακόμα διαμορφωθεί ο κύκλος της καλής τάξης, γιατί το χρονικό διάστημα από την απελευθέρωση δεν ήταν και μεγάλο.
Βέβαια, δεν ήταν και πολύ εύκολο να βρίσκεται κανείς σε μια δεξίωση του Αντιβασιλιά Άρμανσμπεργκ. Σε μια από αυτές τις συγκεντρώσεις βρισκότανε και ο Κωλέττης, που όταν τον ρώτησαν τι γνώμη έχει για το αραχνοΰφαντο μαύρο βέλο, που φορούσε στο πρόσωπο της η εύθυμη χήρα των σαλονιών και της αποψινής συγκέντρωσης Μαριορή - Ζαφειρίτσα Κοντολέοντος, απάντησε "Έτσι δε θα φαίνεται όταν θα .... κοκκινίζει καμιά φορά αν .... (και συμπλήρωσε) : Μωρέ όλα τα' χει η Μαριορή ο φερετζές της λείπει
Σήκωσε δικό του μπαϊράκι
Συχνά, ανάμεσα στους αρματωλούς του 1821, συνέβαιναν πολλά επεισόδια, παρεξηγήσεις και παραστρατήματα, που κατέληγαν τις περισσότερες φορές σε ένα θανάσιμο μίσος μεταξύ τους. Οι διαφορές τους αυτές προέρχονταν κυρίως από το ποιος θα αναλάμβανε το καπετανιλίκι.
Δηλαδή, ποιός θα γινόταν αρχηγός στις διάφορες αντάρτικες ομάδες των βουνών, όταν χήρευε καμιά θέση.
Φυσικά, οι παλιοί αρματωλοί, αδιαφορούσαν για κάτι τέτοια κι έμεναν μακριά από τους καβγάδες. Αλλά οι νεότεροι, που ήθελαν να δείξουν τις ικανότητες τους, επιζητούσαν με κάθε τρόπο να γίνουν αρχηγοί. Έριχναν λοιπόν, κλήρο μεταξύ τους και εκείνος που κέρδιζε, γινόταν αρχηγός της μιας ή της άλλης ομάδας. Αυτοί που έχαναν όμως δεν έμεναν διόλου ευχαριστημένοι.
Έτσι άρχιζαν να βάζουν διαβολές σε βάρος του καινούριου καπετάνιου και πολλές φορές το κατόρθωναν, με τον τρόπο αυτό, να πάρουν με το μέρος τους ορισμένα παλικάρια και να σηκώσουν το δικό τους μπαϊράκι.
Μπαϊράκι στα τούρκικα σημαίνει σημαία. Από τότε έμεινε η φράση "σήκωσε δικό του μπαϊράκι", που τη λέμε για κάποιον που ξεφεύγει από τα καθιερωμένα.
Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται
Η φράση "Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται", που τη λέμε για τους ανθρώπους εκείνους που δεν τους τρομάζουν οι δυστυχίες, είναι παρμένη από τη ζωή των ναυτικών, που έχουν συνηθίσει στις μεγάλες τρικυμίες. Την έλεγαν, χωρίς καμία παραλλαγή, οι αρχαίοι Έλληνες και οι Βυζαντινοί.
Ο ένας λέει το μακρύ του και ο άλλος το κοντό του
Αυτή τη φράση τη λέμε για δύο πρόσωπα που δεν μπορούνε να συμφωνήσουν, να αποφασίσουν και προέρχεται από τα παιδικά παιχνίδια.
Πολλές φορές τα παιδιά όταν παίζουν κρυφτό ή κυνηγητό, προκειμένου να αποφασίσουν ποιος θα τα κάνει, παίρνουν δύο ξυλαράκια διαφορετικού μήκους το καθένα και αυτός που τα κρατάει, τα δείχνει στους άλλους δύο από την άλλη μεριά, έχοντας τις άκρες τους ίσες. Τότε τραβάνε και αναγκαστικά ο ένας θα τραβήξει το κοντό και ο άλλος το μακρύ.
Υπάρχουν τώρα και οι εκδοχές κατά τις οποίες η φράση ο άλλος το μακρύ του και ο άλλος το κοντό του, λέγεται γι αυτούς που έχουν διαφορετική γνώμη, κι ο ένας το περιγράφει σαν μακρύ και ο άλλος σαν κοντό. Κατά την άλλη εκδοχή η πλήρης φράση θα έπρεπε να είναι ο ένας λέει το μακρύ του λόγο και ο άλλος τον κοντό του κι έτσι δε συνεννοούνται. Ανεξάρτητα, όμως του ότι ποτέ δεν λέμε όταν συζητάμε, ότι λέω το μακρύ μου ή τον κοντό μου λόγο, υπάρχει και το ουδέτερο κοντό, που ναι μεν προσαρμόζεται στο κοντό ξυλαράκι, όχι όμως και προς τον αρσενικού γένους λόγο.
Ότι γράφει δεν ξεγράφει
Ήταν η εποχή, που ο Πόντιος Πιλάτος είχε παραδώσει στους Αρχιερείς τον Ιησού Χριστό, για να σταυρωθεί.
Είχε δώσει ακόμη την εντολή να γραφούν πάνω στο σταυρό τα τέσσερα αρχικά γράμματα (Ι.Ν.Β.Ι) που σήμαιναν, Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιουδαίων.
Οι γραμματείς, όμως των Ιουδαίων παρουσιάστηκαν σε αυτόν, ζητώντας να αφαιρεθούν τα πρώτα γράμματα. Ο πιλάτος, όμως αρνήθηκε κατηγορηματικά με τη δήλωση "ο γέγραφα, γέγραφα". Η φράση αργότερα επικράτησε με την παραποίηση "Ο γέγραφε, γέγραφε" και "επί το δημοτικότερον" "Ότι γράφει δεν ξεγράφει".
Ο παπάς ευλογάει πρώτα τα γένια του
Ο λαός που τα βλέπει όλα και τίποτα δεν αφήνει, που να μην το σχολιάσει κι εδώ, παρατήρησε πως ο παπάς, όταν αρχίζει τη λειτουργία με το "Ευλογητός ο Θεός" κάνει το σταυρό του και ύστερα από συνήθεια, βάζει το χέρι του στο στήθος, εκεί όπου καταλήγουν και τα γένια του.
Ο λαός, λοιπόν νομίζει πως με την κίνηση αυτή, ο παπάς ευλογάει και τα γένια του. Έτσι η έκφραση αυτή μας τη μεταφέρανε στην καθημερινή ζωή και τη μεταχειριζόμαστε για τους συμφεροντολόγους.
Πήδησαν πολλά παλούκια
Οι Ρωμαίοι διασκέδαζαν με τα πιο απάνθρωπα θεάματα.
Ένα από τα πιο συγκλονιστικά, που είχε εμπνευστεί ο Νέρωνας, ήταν το πήδημα των λόγχων. Κάρφωναν, δηλαδή τη λόγχη ανάποδα στη γη, με τη λεπίδα της προς τα πάνω και οι λογχισταί ήταν υποχρεωμένοι να τις πηδούν, χωρίς να τις αγγίζουν.
Εκείνος που είχε την ατυχία να την παρασύρει με το πήδημα του, τον έπιαναν οι παρατηρηταί και τον κάρφωναν ζωντανό πάνω στη λόγχη. Το φριχτό αυτό θέαμα μεταφέρθηκε αργότερα στο Βυζάντιο.
Με τον καιρό, όμως το πήδημα των λόγχων κατάντησε να γίνει τυχερό παιχνίδι και ο λαός του Βυζαντίου έβαζε μεγάλα στοιχήματα για τους νικητές. Το παιχνίδι αυτό, που το ονόμαζαν πάλους, έβγαλε διάσημους αθλητές, όπως τον Αμάραντο, το Λαγόνη και το Φρύλιχο. και οι τρεις αυτοί έγιναν ξακουστοί στη βασιλεύουσα, επειδή πηδούσαν χρόνια ολόκληρα τους πάλους χωρίς να τους συμβεί ποτέ κανένα ατύχημα.
Παρόλα αυτά όμως κι οι τρεις σκοτώθηκαν στο τέλος, σε αγώνες που έγιναν μπροστά στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο το Μονομάχο. Από το δραματικό αυτό αγώνισμα, έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση "Πήδησαν πολλά παλούκια", που τη λέμε για ανθρώπους αμφίβολης ηθικής.
Πήγαν για μαλλί και βγήκαν κουρεμένοι
Μια από τις πιο σκοτεινές εποχές που έζησε η Ελλάδα, ήταν όταν στα παράλια της έκαναν επιδρομές οι διάφοροι πειρατές, προπαντός, όμως οι Αλγερινοί που περνούσαν από το μαχαίρι όλα τα γυναικόπαιδα ή άρπαζαν τις όμορφες κοπέλες, για να τις πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρά τους.
Στη Μήλο υπήρχαν τότε μεγάλα εργαστήρια ταπητουργίας, που έφτιαχναν χαλιά με ωραιότατα σχέδια με ένα ειδικό μαλλί. Τα χαλιά αυτά τα πουλούσαν πανάκριβα στους διάφορους πλούσιους της Πόλης, της Κύπρου ή της Βενετίας. Την εποχή εκείνη δρούσε στο Αιγαίο ένας φοβερός κουρσάρος, ο Αλή Μεμέτ Χαν. Μια νύχτα, βγήκε με τα παλικάρια του στη Μήλο, για να την κουρσέψει.
Οι πειρατές μπήκαν και στα εργαστήρια των χαλιών, που βρίσκονταν εκεί. Οι νησιώτες, όμως του πήραν είδηση, τους κύκλωσαν και του έπιασαν χωρίς αιματοχυσία. Αντί να τους σκοτώσουν, όμως τους ξύρισαν το κεφάλι και τα γένια και τους έστειλαν δώρο στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου.
Από τότε έμεινε και ο λόγος που λέμε συχνά και σήμερα "Πήγαν για μαλλί και βγήκαν κουρεμένοι".
Πάει σαν το στραβό στον Άδη
Σε αυτόν για τον οποίο λένε τη φράση αυτή, αποδίδουν μια αδιαφορία, μια μοιρολατρία, μια έλλειψη αντίστασης στα δυσάρεστα γεγονότα.
Στο μεσαίωνα, στα μάτια των νεκρών έβαζαν μια μαύρη ταινία έτσι, που ο πεθαμένος να μην μπορεί, σύμφωνα με τις προλήψεις εκείνου του καιρού, να ξαναγυρίσει στη γη σαν βρυκόλακας. Ενώ παραδεχόταν, οι απλοϊκοί φυσικά, ότι τα ανθρώπινα μέλη πάθαιναν φθορές στο τάφο, πίστευαν πως μόνο τα μάτια μένουν ανέπαφα. Στους μεγάλους λοιπόν εγκληματίες, έμπηγε ο δήμιος στα μάτια τους δύο καμμένα καρφιά.
Αντίθετα δεν έβαζαν ούτε τη μαύρη ταινία στους αδικοσκοτωμένους, για να μπορέσουν να γυρίσουν και να πάρουν εκδίκηση.
Όταν δεν πηγαίνει το βουνό στον Μωάμεθ, πηγαίνει ο Μωάμεθ στο βουνό
Είναι πολύ γνωστή και διεθνής αυτή η φράση και ξεκινάει από τη Βίβλο.
Εκεί διαβάζουμε μια περικοπή, που λέει ότι η πίστη μπορεί να μετακινήσει και όρη. Σε διαφορετικές μορφές τη συναντάμε στα ανέκδοτα του Ναστρεντίν Χότζα, σε ισπανικές παροιμίες, που μεταφέρθηκαν στην Ισπανία από τους Άραβες, σε αγγλικά, ιταλικά, γερμανικά και γαλλικά ευθυμογραφήματα και ακόμη σε ιαπωνικές και κινέζικες παροιμίες. Ο Μωάμεθ τη χρησιμοποίησε την ώρα που κατηχούσε και από τότε έμεινε σαν δική του έκφραση.
Όποτε του καπνίσει
Η χρονολογία της πρώτης εμφάνισης του καπνίσματος δεν είναι εξακριβωμένη. Άλλοι ιστορικοί θεωρούν την Ασία σαν πατρίδα του καπνού, άλλοι την αρχαία Ρώμη.
Οι Ρωμαίοι συνήθιζαν να καίνε διάφορα αρωματικά φυτά μέσα σε ειδικά δοχεία και ρουφούσαν κατόπιν τον καπνό τους. Γεγονός, όμως είναι ότι οι πρώτοι εξερευνητές, που ανακάλυψαν την Αμερική, όταν γύρισαν στην πατρίδα τους, ήταν τέλειοι καπνιστές. Τους είχαν συνηθίσει οι ιθαγενείς Αμερικανοί, που γνώριζαν τη χρήση του καπνού. Από τους θαλασσοπόρους αυτούς διαδόθηκε κατόπιν το κάπνισμα στην Ευρώπη.
Επειδή όμως η βιομηχανία του καπνού τότε, δεν ήταν αρκετά προηγμένη, έκοβαν χλωρά τα φύλλα και τα έβαζαν στις τσέπες τους. Μόλις όμως κάπνιζαν από αυτόν τον καπνό, μεθούσαν και έκαναν φρικιαστικά εγκλήματα. Ο βασιλιάς Ιάκωβος Α΄ της Αγγλίας εξέδωσε τότε διάταγμα, που απαγόρευε απολύτως το κάπνισμα. Ο Ιάκωβος έκανε ακόμη και κάτι άλλο : Παράγγειλε μια τερατώδη προτομή, μεταξύ ανθρώπου και σατανά, του έβαλε μια πίπα στο στόμα και την τοποθέτησε στη αίθουσα του δικαστηρίου. Όποιος λοιπόν, συλλαμβάνονταν να καπνίζει και τον πήγαιναν να δικαστεί, του έδειχναν τη διαβολική προτομή με την πίπα και του έλεγα : " Από το σατανά θα εξαρτηθεί η τιμωρία που θα σου επιβάλλουμε. Αν καπνίσει και αυτός, θα σε αφήσουμε ελεύθερο...".
Φυσικά η προτομή πολλές φορές, κάπνιζε, γιατί από πίσω της είχε τοποθετηθεί ένα ειδικό απορροφητικό μηχάνημα. Αυτό, όμως γινόταν μόνο για όσους από τους κατηγορούμενους τα είχαν καλά με τους δικαστές. Έτσι η φράση : Όποτε του καπνίσει, είναι καθαρά αγγλική. Την έλεγαν οι υπήκοοι του Ιάκωβου, για να δείξουν πόσο άδικη ήταν η δικαιοσύνη της εποχής του.
Που σε πονεί και που σε σφάζει
Είναι μια φράση από τις πολλές που μας άφησε ο στρατηγός Μακρυγιάννης. Λέγεται πως από παιδί ο Μακρυγιάννης είχε τρομερή δύναμη.
Κάποτε, λοιπόν γέρος πια ο στρατηγός, χωρίς να το θέλει, σκούντησε κάποιον. Εκείνος παρεξηγήθηκε και ρίχτηκε να χτυπήσει το Μακρυγιάννη, χωρίς βέβαια να ξέρει με ποιόν είχε να κάνει. Ο στρατηγός του ζήτησε τότε συγνώμη, γιατί τον ακούμπησε άθελα του.
Ο παλικαράς, νομίζοντας πως ο γέρος φοβήθηκε, αποθρασύνθηκε. Αλλά ο Μακρυγιάννης, που δεν σήκωνε κάτι τέτοια, τον βούτηξε και τον έκανε του αλατιού λέγοντας του ... Διαόλου ψοφίμι, τώρα θα σου δείξω που σε πονεί και που σε σφάζει.
Πλάκωσε η μαρίδα
Όταν κανείς ψαρεύει και ρίχνει την πετονιά του, πριν προφτάσει να πατώσει το βαρίδι, οι μαρίδες τρέχουν όλες μαζί και τρώνε το δόλωμα.
Έτσι και ο λαός μας ονομάζει μαρίδα τους μικρούς γαβριάδες, που μαζεύονται γύρω από καθετί που κινεί την περιέργεια τους ή που θα δουν ότι κάτι μπορεί να βγει : "μαζεύτηκε γύρω η μαρίδα".
Κι ακόμα η μαρίδα συναντιέται κοπαδιαστή μέσα στη θάλασσα και όταν οι ψαράδες την αντιληφθούν, φωνάζουν : πλάκωσε μαρίδα και ρίχνουν τα δίχτυα τους.
Σπουδαία τα λάχανα
Η φράση ξεκίνησε από το εξής περιστατικό. Σε κάποιο χωριό, πριν από το 1821, πέρασε ο απεσταλμένος του Μπέη, για να εισπράξει τη δεκάτη.
Η δεκάτη ήταν και αυτή μια από τις τρομερές φορολογίες των χρόνων εκείνων. Όλοι όμως οι χωρικοί του απάντησαν πως δεν είχαν να πληρώσουν το φόρο, γιατί τα λάχανα τους έμειναν απούλητα. Τότε ο φορατζής τους είπε πως θα έστελνε ζώα και ανθρώπους, για να φορτώσει τα λάχανα και έτσι να πατσίζανε με το χρέος τους.
Έτσι και έγινε. Από τότε, όμως οι χωρικοί έλεγαν "Σπουδαία τα λάχανα", για να πατσίσουν τα χρεωστούμενα.
Σιγά τον πολυέλαιο
Βρισκόμαστε στα χρόνια του Όθωνα. Ο Βαυαρός βασιλιάς, που ντυνόταν με φουστανέλες και φέσι και στις πιο επίσημες εμφανίσεις του, μαζί με τη βασίλισσα Αμαλία οργάνωναν συχνά γιορτές στα ανάκτορα.
Η πιο διαλεχτή κοινωνία εκείνον τον καιρό ήταν, βέβαια οι επιζώντες και οι απόγονοι των αγωνιστών του 21, μαζί με τους ξένους αυλικούς, που ήρθαν στην Ελλάδα, συνοδεύοντας τον Όθωνα. Το ότι στους απλούς αυτούς ανθρώπους ήταν άγνωστη η δυτική εθιμοτυπία, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δε μείωνε καθόλου τη μεγαλοπρέπεια και την ομορφιά των συγκεντρώσεων ούτε την οικειότητα με τους ξένους αξιωματικούς, που ήταν πάντα θαυμαστές της ελληνικής εκδήλωσης.
Το κέφι λοιπόν έφθανε πολύ γρήγορα στο κατακόρυφο με τους ελληνικούς χορούς, που με ζήλο προσπαθούσαν να μάθουν οι ξένοι.
Οι γερο-λεβέντες παλιοί πολεμιστές, στον ενθουσιασμό τους, τραβούσαν κι άδειαζαν προς το ταβάνι τα κουμπούρια τους. Κι ακόμα σε καμιά γυροβολιά, όταν το απαιτούσε η φιγούρα του χορού, έβαζαν και το τσαρούχι, εκσφενδονίζοντας το προς τα πάνω. Αλλά τις αίθουσες των ανακτόρων τις φώτιζαν κρυστάλλινοι πολυέλαιοι κι κηροστάτες. Στο κρίσιμο λοιπόν αυτό σημείο ακουγόταν ψιθυριστά μια φιλική παραίνεση κάποιου γνωστού των ανακτόρων προς τον χορευτή "σιγά τον πολυέλαιον".
Το αμίλητο νερό
Είναι κι αυτό απομεινάρι των «Προλήψεων και των Δεισιδαιμονιών» του λαού μας.
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, η νοικοκυρά σηκωνόταν, και σε μερικά μέρη συνεχίζεται το έθιμο, και έπαιρνε από την αυλή μια πέτρα, που την έβαζε στο τζάκι. Μετά πήγαινε στη βρύση, να πάρει το «αμίλητο νερό». Λέγεται έτσι, γιατί δε μιλούσε σε κανέναν ούτε σαν πήγαινε ούτε σαν ερχόταν.
Στη βρύση έριχνε στάρι ή τυρί και έλεγε: «Όπως τρέχει το νερό, να τρέχει το μπερκέτι στο σπίτι σας». Μετά γύριζε στο σπίτι της με το νερό, χωρίς να βγάζει τσιμουδιά και μόλις έμπαινε στο σπίτι έλεγε «Χρόνια πολλά» στους δικούς της.
Το αμίλητο νερό το έχυνε στις τέσσερις γωνιές του σπιτιού, «για να τρέχουν όλη τη χρονιά τα καλούδια σαν το νερό». Μετά γινόντουσαν και διάφορες μαντικές τελετουργίες.
Πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι
Στα 1616, ο ισπανικός στόλος αποπειράθηκε ν' αποβιβαστεί στα παράλια της Αλβανίας, αφού προηγουμένως ο Ισπανός ναύαρχος συνεννοήθηκε με τους χριστιανούς, για να τον βοηθήσουν.
Αλλά η επιχείρηση προδόθηκε από κάποιον Τουρκαλβανό, τον Μεμέτ Μπογάς, ένα εγκληματικό υποκείμενο, που τον έτρεμε ολόκληρη η περιοχή. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους πιάστηκαν τότε κι εκτελέστηκαν, ενώ έγδαραν ζωντανό τον αρχιεπίσκοπο Τρίκκης Διονύσιο, που πεθαίνοντας, παρακαλούσε το θεό να συγχωρήσει τους εχθρούς του.
Οι συγγενείς, όμως, των θυμάτων, μόλις συνήλθαν κάπως από τη συμφορά, άρχισαν να κυνηγούν τον προδότη, για να τον τιμωρήσουν, όπως του άξιζε. Αλλ' εκείνος κρυβόταν καλά και δεν μπορούσαν να τον ανακαλύψουν. Ο Μπογάς είχε ένα σκυλί, που το λάτρευε.
Ένα πρωί, λοιπόν, το έπιασαν και το κρέμασαν μέσα στο αμπέλι του αφεντικού του, για να τον εκδικηθούν. Γρήγορα, όμως, κατάλαβαν ότι το ζώο δεν τους έφταιξε σε τίποτα και πήγαν να το ξεκρεμάσουν. Αλλά το σκυλί είχε ψοφήσει. Έτσι έμεινε η παροιμία: «πήγε σαν το σκυλί στ' αμπέλι».
Μια δεύτερη εκδοχή λέει: Όταν ωριμάσουν τα σταφύλια, τα ζώα τους κάνουν μεγάλη θραύση. Εκτός από τις αλεπούδες και άλλα ζώα κατεβαίνουν από το βουνό και καταστρέφουν τις σοδειές. Είναι, λοιπόν, αναγκασμένοι οι παραγωγοί να αμύνονται, σκοτώνοντας τα.
Έτσι καμιά φορά, επειδή και του σκύλου του αρέσουν τα σταφύλια, ο ιδιοκτήτης, που δε γνωρίζει ποιος κουνιέται μέσα στ' αμπέλι, χτυπάει και σκοτώνει το σκύλο του ή τα σκυλιά των γειτόνων του, κτλ. Πήγε, λοιπόν, σαν το σκυλί στ΄ αμπέλι, σημαίνει πως χάθηκε, όπως ο σκύλος μέσα στ' αμπέλι, χωρίς να αποζημιωθεί κανείς.
ΕΦΑΓΑ ΧΥΛΟΠΙΤΑ
Γύρω στα 1815 υπήρχε κάποιος κομπογιαννίτης, ο Παρθένης Νένιμος, ο οποίος ισχυριζόταν πως είχε βρει το φάρμακο για τους βαρύτατα ερωτευμένους.
Επρόκειτο για ένα παρασκεύασμα από σιταρένιο χυλό ψημένο στο φούρνο. Όσοι λοιπόν αγαπούσαν χωρίς ανταπόκριση, θα έλυναν το πρόβλημά τους τρώγοντας αυτή τη θαυματουργή πίτα - και μάλιστα επί τρεις ημέρες, κάθε πρωί, τελείως νηστικοί.
Έμεινε στα κρύα του λουτρού
Στα Βυζαντινά χρόνια, εκείνος που πήγαινε να λουσθεί στα γνωστά ατμόλουτρα, τα «χαμάμ» όπως τα λένε τούρκικα, δεν έμπαινε αμέσως στον πολύ θερμό χώρο, ούτε πάλι έβγαινε αμέσως στην ύπαιθρο.
Κατά παλιά ρωμαϊκή παράδοση περνούσε πριν από άλλα δυο διαμερίσματα, που ο Γαληνός τα ονομάζει « ο ί κ ο υ ς » και τα οποία είχαν διαφορετική θερμοκρασία. Κι αυτό γινόταν, για να προφυλάγονται, φυσικά. Έτσι, όταν κανείς έπαιρνε το λουτρό του, έμπαινε μετά στο λεγόμενο «ψυχρολούσιον» ή κρύον, όπου ο αέρας ήταν ψυχρός, όσο και ο ατμοσφαιρικός.
Ύστερα από λίγο πάλι, προχωρούσε στο λεγόμενο «χλυαροψύχιον» όπου η θερμοκρασία ήταν μεγαλύτερη. Εκεί του άλειφαν το σώμα με διάφορες κρέμες κι έμπαινε στη συνέχεια, στο ζεστό χώρο, όπου του έκαναν εντριβή. Συνέβαινε όμως καμιά φορά, αυτός που ήθελε να λουσθεί και βρισκόταν ακόμα στο διαμέρισμα, δηλαδή στο «χλιαροψύχιον» ή το «κρύον» κανένα έκτακτο γεγονός, όπως σεισμός, επιδρομή ή διάδοση μιας δυσάρεστης είδησης, οπότε το λουτρό διακοπτόταν στην αρχή του.
Έμενε δηλαδή, ανεκπλήρωτος κατ' επέκταση ο σκοπός για τον οποίο είχε πάει εκεί. Γι' αυτό ακόμα και σήμερα λέμε για κάποιο που οι επιθυμίες του έμειναν ανεκπλήρωτες -ανικανοποίητες από την αρχή ότι: «έμεινε στα κρύα του λουτρού».
ΧΡΩΣΤΑΕΙ ΤΙΣ ΜΙΧΑΛΟΥΣ
Η λαϊκή έκφραση συνδέεται με τη μετεπαναστατική ζωή στο Ναύπλιο, πρωτεύουσα τότε της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, μετά την επανάσταση του 21 υπήρχε στο Ναύπλιο μια ταβέρνα που ανήκε σε μια γυναίκα, τη Μιχαλού.
Η Μιχαλού είχε το προτέρημα να κάνει «βερεσέδια» αλλά υπό προθεσμία. Μόλις εξαντλείτο η προθεσμία - και η υπομονή της - στόλιζε τους χρεώστες της με «κοσμητικότατα» επίθετα.
Όσοι τα άκουγαν, ήξεραν καλά ότι αυτός που δέχεται τις «περιποιήσεις» της «χρωστάει της Μιχαλούς».
Δε μύρισα τα νύχια μου
Όταν ο Πλάτωνας πήγε ηλικιωμένος για τελευταία φορά στην Ολυμπία, του έγινε μοναδική υποδοχή, γιατί στα νιάτα του ήταν ξακουστός ακοντιστής και νικητής δυο φορές στα Πύθια και μια φορά στα Νεμέα. Καμιά τιμή στην αρχαιότητα δεν είχε την αξία του τίτλου «Ολυμπιονίκης»
Οι νικητές, όταν γύριζαν στην πόλη τους, είχαν το δικαίωμα να φορούν πορφύρα και στεφάνι, γκρέμιζαν ένα μέρος του τείχους της πόλης, για να περάσει η πομπή τους και έστηναν το άγαλμα τους στην αγορά. Οι Ολυμπιονίκες της Σπάρτης πολεμούσαν κοντά στο βασιλιά.
Στην Αθήνα τους έτρεφαν δωρεάν, όσο να πεθάνουν, όπως ακριβώς γινόταν και με τους μεγάλους άνδρες του Πρυτανείου. Λίγο προτού οι αθλητές μπουν στο στίβο, πολλοί θεατές απ’ έξω από το Στάδιο έβαζαν μεγάλα στοιχήματα, για τον ένα ή τον άλλο αθλητή, όπως γίνεται σε πολλές περιπτώσεις και σήμερα. Πολλοί ακόμη πήγαιναν στα διάφορα μαντεία, για να μάθουν το νικητή.
Οι «μάντισσες», «βουτούσαν» τότε τα νύχια τους σ ένα υγρό, καμωμένο από δαφνέλαιο, ύστερα τα έβαζαν κοντά στη μύτη τους κι έπεφταν σ ένα είδος καταληψίας. Τότε ακριβώς έλεγαν και το όνομα του νικητή. Από το περίεργο αυτό γεγονός έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: «δε μύρισα τα νύχια μου», που τη λέμε συνήθως, όταν μας ρωτούν για κάποιο γνωστό συμβάν, το οποίο εμείς δεν έχουμε μάθει.
Δεν ιδρώνει τ’ αυτί του
Ο Ασκληπιός άρχισε από επαρχιακός γιατρός στα Τρίκαλα. Αν έγινε θεός, το χρωστά στο Δία, που θέλησε κάπως ν' ασχοληθεί μαζί του.
Ο Δίας ήξερε καλά να γιατρεύει τις αρρώστιες. Είχε, μάλιστα, ειδικότητα στις επιδημίες, αλλά ήταν πολύ μεγάλος, για να τον ζαλίζουν οι άνθρωποι με μικροπράγματα. Δημιούργησε λοιπόν, δεύτερες θεότητες, που πήραν πάνω τους τις καθημερινές έννοιες του γένους των θνητών. Ο Δίας κράτησε την ψυχή. Το σώμα το ανέλαβε ο Ασκληπιός, μεγάλος φιλάνθρωπος, ο μόνος που βοήθησε τους φτωχούς και τους άρρωστους.
Ο Παυσανίας μας εξηγεί, πώς ήταν τα Ασκληπία. Είχαν πελώριες αίθουσες, ανοιχτές στον καθαρό αέρα, κάτι σαν τα σημερινά σανατόρια. Στα Ασκληπία αυτά, αναφέρονται θεραπείες ψυχοπαθών, λεπρών, αρθριτικών και άλλων. Όσο τσαρλατάνικες κι αν φαίνονται σήμερα πολλές από τις θεραπείες του, ο Ασκληπιός ήταν τίμιος γιατρός: Δεν ξεγελάει τους πελάτες του, δε ζητά πληρωμή, παρά αφού ευχαριστηθούν από την επέμβαση του.
Κάποια τον ρωτάει -σε πλάκες που βρέθηκαν στην Επίδαυρο-με τι τρόπο να κάνει παιδί. Άλλος πώς να ξαναβρεί την όραση του. Κάποιος πάλι τον ευχαριστεί, επειδή τον απάλλαξε από τις ψείρες και πολλοί απλοϊκοί του ζητούν χάρες άσχετες με την υγεία. Κάποια π.χ. τον ρωτά με ποιον τρόπο να κάνει το φίλο της να την αγαπήσει. «Να τον κλείσεις σ' ένα πολύ ζεστό δωμάτιο-τη συμβουλεύει εκείνος- κι αν ιδρώσουν τ αφτιά του, θα σ αγαπήσει. Αν δεν ιδρώσουν, μην παιδεύεσαι άδικα». Από την περίεργη αυτή συμβουλή του Ασκληπιού, έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση «δεν ιδρώνει τ’ αυτί του», που τη λέμε συνήθως, για τους αναίσθητους και αδιάφορους.
Κάλλιο αργά παρά ποτέ
Όταν ο Σωκράτης ο φιλόσοφος, σε περασμένη πια ηλικία αποφάσισε να μάθει κιθάρα, τον πείραξαν οι φίλοι του, λέγοντας του: «Γέρων ών κίθαριν μανθάνεις;...». Κι ο Σωκράτης τότε απάντησε: «Κάλλιον οψιμαθής ή αμαθής (παραμένειν)». Δε νομίζω ότι διαφέρει σε τίποτα από αυτό το «κάλλιο αργά παρά ποτέ», που μεταχειρίζεται σήμερα ο λαός μας.
Κατ’ άλλους, προέρχεται η φράση από κάποιον αρχαίο συγγραφέα, που είπε: «Του μέν ούν μηδ' όλως τό βράδιον αφικέσθαι άμεινον». Δηλαδή, αν δεν μπορέσει κανείς να κάνει στο χρόνο που πρέπει τη δουλειά που του ανάθεσαν, είναι προτιμότερο να την κάνει έστω και αργότερα, παρά να μην την κάνει καθόλου.
Βγήκε ασπροπρόσωπος
Πολλές φορές, αντί να αλείψουν το πρόσωπο του διαπομπευόμενου με ασβόλη, τον άλειφαν με σινωπίδιον, ένα είδος κόκκινης μπογιάς.
Και απ εδώ έχει και την αρχή της η φράση: «έτσι κι έτσι κόκκινος, κι έτσι κατακόκκινος», που τη λέμε για τους απελπισμένους και που δεν έχουν ελπίδα να βελτιωθούν τα πράγματα. Όταν, επίσης, κατά την ανάκριση αποδειχθεί κανείς αθώος, τότε παρουσιάζεται στην κοινωνία με λευκό πρόσωπο, ενώ ο ένοχος είναι μαυροπρόσωπος. Έτσι έχουμε τις φράσεις: «Βγήκε ασπροπρόσωπος» και «κοίταξε να μη με μουτζουρώσεις» δηλαδή, να μη με κάνεις να ντραπώ από τη συμπεριφορά σου.
Για τη φράση «βγήκε ασπροπρόσωπος», υπάρχουν και οι εξής άλλες εκδοχές: Ένας Οθωμανός στη Σμύρνη της Μ. Ασίας, ήθελε να πάει στη Μέκκα, για να προσκυνήσει. Βρήκε, λοιπόν ένα συγχωριανό του Οθωμανό και του άφησε τα πενήντα του πρόβατα να τα προσέχει μέχρις ότου γυρίσει. Την άλλη μέρα, όταν είχε κιόλας αναχωρήσει ο φίλος του για το μεγάλο ταξίδι της Μέκκας βρήκε την ευκαιρία και πούλησε τα πρόβατα, που του είχε αφήσει να τα φυλάει. Όταν με τον καιρό επέστρεψε ο γείτονάς του από τη Μέκκα, πήρε μια «τσανάκα» γιαούρτι και το πήγε στο φίλο του, για να τον καλωσορίσει και να του πει πως αυτό το γιαούρτι είναι, ό,τι έμεινε από τα πενήντα του πρόβατα.
Τούτο δε έγινε, όπως του είπε, γιατί έμαθε από άλλους συνταξιδιώτες του ότι είχε αρρωστήσει από πανώλη και αφού έδωσε τα μισά πρόβατα στους φτωχούς παρακάλεσε τον Αλλάχ να τον κάνει καλά. Τα δε άλλα μισά τα έδωσε προ ημερών στους φτωχούς, γιατί έμαθε ότι ο Αλλάχ τον έκανε καλά και γυρίζει πίσω στην πατρίδα. Αλλά, όταν τον άκουσε να του λέει τα ψέματα αυτά, τόσο αγανάκτησε, που πήρε την «τσανάκα» με το γιαούρτι και του την πέταξε στα μούτρα, λέγοντάς του να ξεκουμπιστεί από το σπίτι του. Αυτός τότε, έφυγε απαθέστατα. Όταν κάποιος άλλος συγχωριανός του τον ρώτησε που τον είδε βγαίνοντας από το σπίτι, γιατί είναι έτσι άσπρο το πρόσωπό του απάντησε: «Α, φίλε μου, όποιος δίνει καλό λογαριασμό, βγαίνει ασπροπρόσωπος»
Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα
Κατά μία εκδοχή που φαίνεται, πως είναι και η επικρατέστερη, τη φράση αυτή την είπε ο Γέρος του Μοριά, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, όταν βρισκόταν στη Ζάκυνθο πριν αρχίσει η επανάσταση.
Τότε άκουσε, πως ο Ναπολέων Βοναπάρτης -αυτοκράτορας της Γαλλίας- μάλωνε με τον τσάρο της Ρωσίας, για το ποιος από τους δυο θα έπαιρνε την Πολωνία.
- Τι είναι αυτή η Πολωνία; ρώτησε ο Κολοκοτρώνης. Του εξήγησαν τότε, πως ήταν ένα κράτος, μία χώρα, που δεν ήταν ούτε γαλλική ούτε ρωσική και πως τσακωνόντουσαν οι δυο Μεγάλοι, ποιος θα την πάρει.
- Δυο ψυχικοί (γάιδαροι) μαλώνουνε σε ξένο αχυρώνα, είπε.
Αλλά κι αν ο πρώτος δεν είναι ο Κολοκοτρώνης, αυτός, τουλάχιστον, μας την έκανε γνωστή.
Σε τρώει η μύτη σου, ξύλο θα φας
Στην αρχαία Ελλάδα πίστευαν πως ο κνησμός, η φαγούρα δηλαδή του σώματος, ήταν προειδοποίηση των θεών.
Πίστευαν πως όταν ένας άνθρωπος αισθανόταν φαγούρα στα πόδια του, θα έφευγε ταξίδι. Όταν πάλι τον έτρωγε η αριστερή παλάμη του, θα έπαιρνε δώρα. Αν συνέβαινε το ίδιο στη δεξιά, θα έδινε αυτός δώρα. Η πρόληψη αυτή έμεινε ως τα χρόνια μας. Οι αρχαίοι όμως, θεωρούσαν γρουσουζιά, όταν αισθάνονταν φαγούρα στην πλάτη, στο λαιμό, στα αυτιά και στην μύτη.
Κάποτε ο βασιλιάς της Σπάρτης Άγις, ενώ έκανε πολεμικό συμβούλιο με τους αρχηγούς του, είδε ξαφνικά κάποιον από αυτούς να ξύνει αφηρημένος το αυτί του. Αμέσως σηκώθηκε πάνω διάλυσε το συμβούλιο και ακύρωσε την εκστρατεία.
Οι Σπαρτιάτες πίστευαν ακόμη ότι τα παιδιά που αισθάνονται φαγούρα στα μύτη τους, θα γινόντουσαν κακοί πολεμιστές. Έτσι όταν έβλεπαν κανένα παιδί να ξύνει τη μύτη του, το τιμωρούσαν, για να μην την ξαναξύσει άλλη φορά. Από την πρόληψη αυτή βγήκε "η φράση η μύτη σου σε τρώει, ξύλο θα φας".
Τα σίδερα της φυλακής είναι για τους λεβέντες
Ένα από τους αστυνομικούς διευθυντές της παλιάς Αθήνας, ο Μπαϊρακτάρης, χτύπησε αλύπητα όλους τους μάγκες, τα κουτσαβάκια της εποχής του. Εκτός από το ψαλίδι που είχε και που έκοβε τα μανίκια των σακακιών, που φορούσαν από το ένα μόνο χέρι οι κουτσαβάκηδες, τους έδερνε και στο τέλος τους έκοβε τα τσουλούφια των μαλλιών τους και τους άφηνε να φύγουν.
Αυτοί όμως ύστερα από τον εξευτελισμό τους, προτιμούσαν να τους βάλει φυλακή, παρά να βγουν έξω με αυτά τα χάλια. Τότε μάλιστα, τραγουδούσαν «Τα σίδερα της φυλακής, είναι για τους λεβέντες». Από το δίστιχο αυτό, έμεινε μέχρι τα χρόνια μας η φράση.
Τα μυαλά σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος
Την εποχή της Τουρκοκρατίας υπήρχε στην Αθήνα ένας Αλβανός, που γύριζε στα διάφορα σπίτια των Χριστιανών και μάζευε τον καθιερωμένο κεφαλικό φόρο. Ονομαζόταν Κιουλάκ Βογιατζή. Ήταν δύο μέτρα περίπου ψηλός και το άγριο πρόσωπο του ήταν κατάμαυρο και βλογιοκομμένο. Οι Έλληνες, μόνο που τον έβλεπαν, τους κοβόταν η ανάσα.
Ο λόρδος Βύρωνας που τον γνώρισε από κοντά, γράφει ότι έμοιαζε σαν δαίμονας, που ξεπήδησε από την κόλαση κι ότι τα παιδιά πάθαιναν ίλιγγο τρόμου, όταν τον αντίκριζαν, ξαφνικά μπροστά τους. Ο Κιουλάκ Βογιατζή κρατούσε πάντοτε στα χέρια του ένα κοντόχοντρο κόπανο και με αυτόν απειλούσε τους Χριστιανούς. Έλεγε, δηλαδή ότι θα τους σπάσει το κεφάλι, αν δεν του έδιναν μια χρυσή λίρα ή δύο φλουριά, όπως απαιτούσε ο κεφαλικός φόρος κάθε έξι μήνες.
Ο Αλβανός, όμως αυτός ήταν τόσο κουτός, ώστε δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα διάφορα νομίσματα της εποχής εκείνης. Έτσι πολλοί Έλληνες που δεν είχαν να πληρώσουν, του έδιναν μερικές μπρούτζινες δεκάρες, που τις γυάλιζαν προηγούμενα, για να φαίνονται χρυσές και τον ξαπόστελναν.
Από τότε, λοιπόν, έμεινε η φράση που τη λέμε, συνήθως για τους ελαφρόμυαλους. Μπογιατζής δεν ήταν άλλος από το Κιουλάκ Βογιατζή με τον κόπανο του.
Σ' αγαπάει η πεθερά σου
Ο Νικόλαος Πολίτης δίνει την εξήγηση στην έκφραση αυτή. Λέει πως πριν παντρέψουν το κορίτσι τους, οι πεθερές, είναι ευγενικές και αγαπούν το μέλλοντα γαμπρό τους. Ο γαμπρός θα κάτσει στο καλύτερο μέρος του τραπεζιού, ο γαμπρός θα πάρει την καλύτερη μερίδα φαγητού.
Ο γαμπρός πάντα βρίσκεται στην πρώτη και καλύτερη γραμμή για την πεθερά. Τον προσέχει πολύ και δεν αρχίζουν ποτέ να φάνε, αν δεν έρθει ο γαμπρός. Τον περιμένει πάντα η πεθερά και αυτό το έχει επιβάλλει και στους άλλους. Όταν όμως γίνει ο γάμος, η πεθερά δεν έχει κανένα λόγο να τον περιμένει. Δε βρίσκει, δηλαδή ο γαμπρός τις χαρές που είχε, όταν ήταν αρραβωνιασμένος.
Γι αυτό και σε όποιον πάει στο σπίτι, όταν αρχίζουν να τρώνε, λένε πως τον αγαπάει η πεθερά του.
Σαββατιανά σταφύλια
Η φράση προέρχεται από τους Μεσογίτες, που στα παλιά τα χρόνια πήγαιναν στους αμπελώνες που ήταν κοντά στον Άγιο Σάββα, για να αγοράσουν νέα φυτώρια από τα κλήματα του αμπελώνα. Στην επιστροφή, όταν συναντιόντουσαν με άλλους συγχωριανούς τους και τους ρωτούσαν τι πήραν, τους απαντούσαν 'κλήματα από τον Άγιο Σάββα, σαββατιανά'.
Και από τότε έμεινε η φράση και η ονομασία των σαββατιανών σταφυλιών.
Τα έβγαλε στη φόρα - Του τα έβγαλε στη φόρα
Στη Βυζαντινή εποχή, υπήρχε ένα είδος κηρύκων, που έκαναν μια πολύ περίεργη δουλειά.
Όταν κατηγορούσαν κάποιον για κλοπή, για λεηλασία ή και για φόνο ακόμα, χωρίς όμως αυτός που τον κατηγορούσε να έχει χειροπιαστά στοιχεία, ο κήρυκας αναλάμβανε να τον κατηγορήσει δημόσια, παίρνοντας πάνω του όλη την ευθύνη. Έβγαινε, λοιπόν σε μια κεντρική πλατεία, ανέβαινε σε ένα πεζούλι κι όταν το πλήθος συγκεντρωνόταν, για να ακούσει άρχιζε με δυνατή φωνή το κατηγορητήριο.
<<Επειδή όμως δεν υπάρχουν στοιχεία ικανά εναντίον του, για να τον παραδώσουμε στο δικαστήριο, όσοι γνωρίζουν κάτι σχετικό με την υπόθεση, να ‘ρθουν να μας το πουν. Αυτοί που δεν τολμούν να παρουσιαστούν μπροστά μας, να τον καταγγείλουν, θα είναι καταραμένοι στη ζωή και στο θάνατο. Το κορμί τους να βγάλει τις πληγές του Φαραώ και τα παιδιά τους, όπως και τα παιδιά των παιδιών τους, θα διψούν και δε θα βρίσκουν νερό κ.ά.>>
Οι κήρυκες αυτοί είχαν καταντήσει ο φόβος και ο τρόμος του λαού. Όπως, όμως ήταν επόμενο, ύστερα από τις φοβερές αυτές κατάρες, εκείνος που ήξερε κάτι για τον ένοχο, έτρεχε να τον καταγγείλει στην αγορά, για να γίνει ήσυχη η συνείδηση του.
Δηλαδή, του τα έβγαλε στη φόρα, όπως κατάντησε να λέγεται τότε.
Τα ίδια, Παντελάκη μου, τα ίδια, Παντελή μου
Ο Παντελής Αστραπογιαννάκης ήταν Κρητικός. Όταν οι Ενετοί κυρίεψαν τη Μεγαλόνησο, πήρε τα βουνά μαζί με μερικούς τολμηρούς συμπατριώτες του. Από εκεί κατέβαιναν τις νύχτες και χτυπούσαν τους κατακτητές μέσα στα κάστρα τους. Για να δίνει, ωστόσο κουράγιο στους νησιώτες, τους υποσχόταν ότι θα ελευθέρωναν γρήγορα την Κρήτη. Με το σήμερα, όμως και με το αύριο, ο καιρός περνούσε και η κατάσταση του νησιού αντί να καλυτερεύει, χειροτέρευε.
Οι Κρητικοί άρχισαν να απελπίζονται. Μα ο Αστραπογιαννάκης δεν έχανε το θάρρος του, εξακολουθούσε να τους δίνει ελπίδες για σύντομη απελευθέρωση. Οι συμπατριώτες του, όμως δεν τα πίστευαν πια. Όταν λοιπόν, πήγαινε να τους μιλήσει, όλοι μαζί του έλεγαν :
«ξέρουμε τι θα πεις. Τα ίδια, Παντελάκη μου, τα ίδια, Παντελή μου.»
Του τα έψαλα από την καλή κι από την ανάποδη
Το Σεπτεμβρίου του 1155, σε ένα μοναστήρι της Κωνσταντινούπολης, συνέβησαν τέτοια έκτροπα, ώστε ο ίδιος ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μανουήλ Κομνηνός διέταξε να τιμωρηθούν όλοι με τις πιο βαριές ποινές της σκληρής εκείνης εποχής. Πολλοί τυφλώθηκαν τότε, άλλοι εξορίστηκαν κι αυτοί που ρίχτηκαν στα φοβερά μπουντρούμια των φυλακών του Επταπυργίου, ήταν υποχρεωμένοι να προσεύχονται και να ψάλλουν, φωναχτά είκοσι ώρες το εικοσιτετράωρο.
Οι φύλακες παρακολουθούσαν άγρυπνα. Όσους έβλεπαν να σταματούν έστω και για ένα λεπτό, τους βίαζαν να συνεχίσουν.
Οι προσευχές διαβαζόντουσαν μέσα σε χοντρά εκκλησιαστικά βιβλία. Όταν λοιπόν, οι προσευχές τελείωναν αντί να τις πιάσουν από την αρχή, έπρεπε να τις διαβάσουν από το τέλος προς την αρχή. Δηλαδή ανάποδα. Από αυτό βγήκαν οι φράσεις «του τα ψαλα από την καλή κι από την ανάποδη» και «τα έμαθα απ έξω κι ανακατωτά», γιατί οι τιμωρημένοι έφτασαν στο σημείο από τις πολλές φορές που έλεγαν τις προσευχές, να τις μαθαίνουν από έξω κι ανακατωτά.
Τα ‘ κανε ρόιδο
Σε πολλά μέρη της πατρίδας μας υπάρχει η συνήθεια, πριν μπει η νύφη στο σπίτι του γαμπρού, να χτυπάει πάνω στην πόρτα ένα ρόιδι χαραγμένο σταυρωτά κι ύστερα να το ρίχνει στο πάτωμα, για να σκορπιστούν οι κόκκοι.
Έτσι συμβολίζεται η είσοδος στο σπίτι τόσων καλών, όσο και τα σπυριά του ροδιού. Στη Σίφνο συνηθίζουν τη φράση «Θέλω να πατήσω το ρόδι», που θα πει για μια νέα «θα παντρευτώ».
Τώρα φαντάζεστε, βέβαια όταν η νύφη πατήσει το ρόδι στο πάτωμα, τι ανακατωσούρα γίνεται με τα σκορπισμένα σπυριά. Από δω λέγεται ότι προήλθε και η φράση «τα΄κανες ρόιδο», που σημαίνει πως κάποιος αδέξια χειρίστηκε κάποιο ζήτημα και τελικά δεν πέτυχε.
Στρογγυλοκάθισε
Για τους ενοχλητικούς επισκέπτες, για εκείνους που έρχονται σε ακατάλληλη ώρα και αργούν να φύγουν, λέμε τη φράση ότι στρογγυλοκάθισε.
Η έκφραση αυτή βγαίνει από τους ανατολικούς σοφράδες, στρογγυλά μαλακά καθίσματα, που τα ακουμπάνε στο πάτωμα και τρώνε πάνω επίσης σε χαμηλά και στρογγυλά τραπεζάκια.
Έπρεπε δε να είναι στρογγυλά τα τραπεζάκια αυτά, γιατί αυτοί που θα τρώγανε , καθόντουσαν γύρω γύρω και έτσι η απόσταση τους από τη λεκάνη με το φαγητό, που ήταν στη μέση του σοφρά, ήταν ίδια σε όλους.
Στρογγυλοκάθισε λοιπόν ο επισκέπτης, στην αρχή σήμαινε ότι κάθισε γύρω από το στρογγυλό σοφρά και επειδή ο σοφράς είχε του κόσμου τα φαγητά, συμφέρον του ήταν να στρογγυλοκαθίσει και να αργήσει την αναχώρηση του.
Σπαγκοραμμένος
Σπάγκος ή σπαγκοραμμένος είναι ο φιλάργυρος, ο τσιγκούνης. Η λέξη σπάγκος είναι ιταλική και σημαίνει αδύνατος, ψιλός.
Γνωρίζουμε πως οι μεταξωτές κλωστές είναι καλές, όπως επίσης και οι λινές, οι χρυσοκέντητες και τόσες άλλες. Εκείνες που δεν έχουν αξία είναι σπάγκινες, αν μπορούμε να μεταχειριστούμε την έκφραση. Το ύφασμα, λοιπόν, που θα ραφτεί με σπάγκο, θα είναι πολύ φτηνό και επειδή το φτηνό πράγμα το μεταχειρίζεται ο τσιγκούνης, γι αυτό και ο σπαγκοραμμένος είναι ο τσιγκούνης.
Σαββατογεννημένος
Δεν είναι μόνο οι παραδόσεις και οι θρύλοι, αλλά και πολλοί συγγραφείς υποστηρίζουν πως, όταν αλώθηκε η Πόλη, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ήταν παντρεμένος, είχε τρία αγόρια και η γυναίκα του ήταν έγκυος στο τέταρτο.
Την ημέρα ακριβώς που συντελέσθηκε το κοσμοϊστορικό εκείνο γεγονός, γέννησε κόρη, που πέθανε αμέσως.
Ο θάνατος αυτός θεωρήθηκε κακό σημάδι κι από τότε βγήκε η γνωστή παροιμία <<Σάββατο γιο μη χαίρεσαι και Τρίτη θυγατέρα>>, γιατί Τρίτη ήταν που έπεσε η Κωνσταντινούπολη και Σάββατο γιορτάζουν οι διώχτες του Χριστού.
Από την ίδια περίπου αιτία βγήκε και η φράση "Σαββατογεννημένος", επειδή ο λαός πιστεύει πως όσοι γεννώνται την ημέρα αυτή, είναι αλαφροΐσκιωτοι, δηλαδή βλέπουν φαντάσματα και στοιχειά, αλλά ποτέ δεν τους πειράζουν.
ΜΑΛΛΙΑΣΕ Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ
Στη βυζαντινή εποχή υπήρχαν διάφορες τιμωρίες, ανάλογες, βέβαια, με το παράπτωμα.
Όταν π.χ. ένας έλεγε πολλά, δηλαδή έλεγε λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν, τότε τον τιμωρούσαν με έναν τρομερό τρόπο.
Του έδιναν ένα ειδικό χόρτο που ήταν υποχρεωμένος με το μάσημα να το κάνει πολτό μέσα στο στόμα του. Το χόρτο, όμως, αυτό ήταν αγκαθωτό, στυφό και αρκετά σκληρό, τόσο που κατά το μάσημα στο στόμα του πρηζόταν και η γλώσσα, άνοιγε, μάτωνε και γινόταν ίνες-ίνες, κλωστές-κλωστές, δηλαδή, όπως είναι τα μαλλιά.
Από την απάνθρωπη τιμωρία βγήκε και η παροιμιώδης φράση : "μάλλιασε η γλώσσα μου", που τις λέμε μέχρι σήμερα, όταν προσπαθούμε με τα λόγια μας να πείσουμε κάποιον για κάτι και του το λέμε πολλές φορές.
ΚΑΝΕ ΤΟΥΜΠΕΚΙ
«Τουμπεκί » λέγεται τουρκικά ο καπνός για τον αργιλέ, που τον κάπνιζαν στα διάφορα καφ
Στα χρόνια του βασιλιά της Ελλάδας Όθωνα, είναι γνωστό πως η Αθήνα ήταν μια μικρή πόλη, που κάθε άλλο παρά με τη σημερινή έμοιαζε.
Κοντά σε όλες τις ελλείψεις και η ψυχαγωγία ήταν περιορισμένη και θα ήταν πολύ τυχερός κανείς, εάν κατάφερνε να τον προσκαλέσουν στις λιγοστές κοσμικές συγκεντρώσεις που γινόταν. Το εισιτήριο για τα κοσμικά σαλόνια δεν μπορεί να πει κανείς πως ήταν πολύ δύσκολο.
Δεν είχε, βλέπετε ακόμα διαμορφωθεί ο κύκλος της καλής τάξης, γιατί το χρονικό διάστημα από την απελευθέρωση δεν ήταν και μεγάλο.
Βέβαια, δεν ήταν και πολύ εύκολο να βρίσκεται κανείς σε μια δεξίωση του Αντιβασιλιά Άρμανσμπεργκ. Σε μια από αυτές τις συγκεντρώσεις βρισκότανε και ο Κωλέττης, που όταν τον ρώτησαν τι γνώμη έχει για το αραχνοΰφαντο μαύρο βέλο, που φορούσε στο πρόσωπο της η εύθυμη χήρα των σαλονιών και της αποψινής συγκέντρωσης Μαριορή - Ζαφειρίτσα Κοντολέοντος, απάντησε "Έτσι δε θα φαίνεται όταν θα .... κοκκινίζει καμιά φορά αν .... (και συμπλήρωσε) : Μωρέ όλα τα' χει η Μαριορή ο φερετζές της λείπει
Σήκωσε δικό του μπαϊράκι
Συχνά, ανάμεσα στους αρματωλούς του 1821, συνέβαιναν πολλά επεισόδια, παρεξηγήσεις και παραστρατήματα, που κατέληγαν τις περισσότερες φορές σε ένα θανάσιμο μίσος μεταξύ τους. Οι διαφορές τους αυτές προέρχονταν κυρίως από το ποιος θα αναλάμβανε το καπετανιλίκι.
Δηλαδή, ποιός θα γινόταν αρχηγός στις διάφορες αντάρτικες ομάδες των βουνών, όταν χήρευε καμιά θέση.
Φυσικά, οι παλιοί αρματωλοί, αδιαφορούσαν για κάτι τέτοια κι έμεναν μακριά από τους καβγάδες. Αλλά οι νεότεροι, που ήθελαν να δείξουν τις ικανότητες τους, επιζητούσαν με κάθε τρόπο να γίνουν αρχηγοί. Έριχναν λοιπόν, κλήρο μεταξύ τους και εκείνος που κέρδιζε, γινόταν αρχηγός της μιας ή της άλλης ομάδας. Αυτοί που έχαναν όμως δεν έμεναν διόλου ευχαριστημένοι.
Έτσι άρχιζαν να βάζουν διαβολές σε βάρος του καινούριου καπετάνιου και πολλές φορές το κατόρθωναν, με τον τρόπο αυτό, να πάρουν με το μέρος τους ορισμένα παλικάρια και να σηκώσουν το δικό τους μπαϊράκι.
Μπαϊράκι στα τούρκικα σημαίνει σημαία. Από τότε έμεινε η φράση "σήκωσε δικό του μπαϊράκι", που τη λέμε για κάποιον που ξεφεύγει από τα καθιερωμένα.
Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται
Η φράση "Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται", που τη λέμε για τους ανθρώπους εκείνους που δεν τους τρομάζουν οι δυστυχίες, είναι παρμένη από τη ζωή των ναυτικών, που έχουν συνηθίσει στις μεγάλες τρικυμίες. Την έλεγαν, χωρίς καμία παραλλαγή, οι αρχαίοι Έλληνες και οι Βυζαντινοί.
Ο ένας λέει το μακρύ του και ο άλλος το κοντό του
Αυτή τη φράση τη λέμε για δύο πρόσωπα που δεν μπορούνε να συμφωνήσουν, να αποφασίσουν και προέρχεται από τα παιδικά παιχνίδια.
Πολλές φορές τα παιδιά όταν παίζουν κρυφτό ή κυνηγητό, προκειμένου να αποφασίσουν ποιος θα τα κάνει, παίρνουν δύο ξυλαράκια διαφορετικού μήκους το καθένα και αυτός που τα κρατάει, τα δείχνει στους άλλους δύο από την άλλη μεριά, έχοντας τις άκρες τους ίσες. Τότε τραβάνε και αναγκαστικά ο ένας θα τραβήξει το κοντό και ο άλλος το μακρύ.
Υπάρχουν τώρα και οι εκδοχές κατά τις οποίες η φράση ο άλλος το μακρύ του και ο άλλος το κοντό του, λέγεται γι αυτούς που έχουν διαφορετική γνώμη, κι ο ένας το περιγράφει σαν μακρύ και ο άλλος σαν κοντό. Κατά την άλλη εκδοχή η πλήρης φράση θα έπρεπε να είναι ο ένας λέει το μακρύ του λόγο και ο άλλος τον κοντό του κι έτσι δε συνεννοούνται. Ανεξάρτητα, όμως του ότι ποτέ δεν λέμε όταν συζητάμε, ότι λέω το μακρύ μου ή τον κοντό μου λόγο, υπάρχει και το ουδέτερο κοντό, που ναι μεν προσαρμόζεται στο κοντό ξυλαράκι, όχι όμως και προς τον αρσενικού γένους λόγο.
Ότι γράφει δεν ξεγράφει
Ήταν η εποχή, που ο Πόντιος Πιλάτος είχε παραδώσει στους Αρχιερείς τον Ιησού Χριστό, για να σταυρωθεί.
Είχε δώσει ακόμη την εντολή να γραφούν πάνω στο σταυρό τα τέσσερα αρχικά γράμματα (Ι.Ν.Β.Ι) που σήμαιναν, Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιουδαίων.
Οι γραμματείς, όμως των Ιουδαίων παρουσιάστηκαν σε αυτόν, ζητώντας να αφαιρεθούν τα πρώτα γράμματα. Ο πιλάτος, όμως αρνήθηκε κατηγορηματικά με τη δήλωση "ο γέγραφα, γέγραφα". Η φράση αργότερα επικράτησε με την παραποίηση "Ο γέγραφε, γέγραφε" και "επί το δημοτικότερον" "Ότι γράφει δεν ξεγράφει".
Ο παπάς ευλογάει πρώτα τα γένια του
Ο λαός που τα βλέπει όλα και τίποτα δεν αφήνει, που να μην το σχολιάσει κι εδώ, παρατήρησε πως ο παπάς, όταν αρχίζει τη λειτουργία με το "Ευλογητός ο Θεός" κάνει το σταυρό του και ύστερα από συνήθεια, βάζει το χέρι του στο στήθος, εκεί όπου καταλήγουν και τα γένια του.
Ο λαός, λοιπόν νομίζει πως με την κίνηση αυτή, ο παπάς ευλογάει και τα γένια του. Έτσι η έκφραση αυτή μας τη μεταφέρανε στην καθημερινή ζωή και τη μεταχειριζόμαστε για τους συμφεροντολόγους.
Πήδησαν πολλά παλούκια
Οι Ρωμαίοι διασκέδαζαν με τα πιο απάνθρωπα θεάματα.
Ένα από τα πιο συγκλονιστικά, που είχε εμπνευστεί ο Νέρωνας, ήταν το πήδημα των λόγχων. Κάρφωναν, δηλαδή τη λόγχη ανάποδα στη γη, με τη λεπίδα της προς τα πάνω και οι λογχισταί ήταν υποχρεωμένοι να τις πηδούν, χωρίς να τις αγγίζουν.
Εκείνος που είχε την ατυχία να την παρασύρει με το πήδημα του, τον έπιαναν οι παρατηρηταί και τον κάρφωναν ζωντανό πάνω στη λόγχη. Το φριχτό αυτό θέαμα μεταφέρθηκε αργότερα στο Βυζάντιο.
Με τον καιρό, όμως το πήδημα των λόγχων κατάντησε να γίνει τυχερό παιχνίδι και ο λαός του Βυζαντίου έβαζε μεγάλα στοιχήματα για τους νικητές. Το παιχνίδι αυτό, που το ονόμαζαν πάλους, έβγαλε διάσημους αθλητές, όπως τον Αμάραντο, το Λαγόνη και το Φρύλιχο. και οι τρεις αυτοί έγιναν ξακουστοί στη βασιλεύουσα, επειδή πηδούσαν χρόνια ολόκληρα τους πάλους χωρίς να τους συμβεί ποτέ κανένα ατύχημα.
Παρόλα αυτά όμως κι οι τρεις σκοτώθηκαν στο τέλος, σε αγώνες που έγιναν μπροστά στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο το Μονομάχο. Από το δραματικό αυτό αγώνισμα, έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση "Πήδησαν πολλά παλούκια", που τη λέμε για ανθρώπους αμφίβολης ηθικής.
Πήγαν για μαλλί και βγήκαν κουρεμένοι
Μια από τις πιο σκοτεινές εποχές που έζησε η Ελλάδα, ήταν όταν στα παράλια της έκαναν επιδρομές οι διάφοροι πειρατές, προπαντός, όμως οι Αλγερινοί που περνούσαν από το μαχαίρι όλα τα γυναικόπαιδα ή άρπαζαν τις όμορφες κοπέλες, για να τις πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρά τους.
Στη Μήλο υπήρχαν τότε μεγάλα εργαστήρια ταπητουργίας, που έφτιαχναν χαλιά με ωραιότατα σχέδια με ένα ειδικό μαλλί. Τα χαλιά αυτά τα πουλούσαν πανάκριβα στους διάφορους πλούσιους της Πόλης, της Κύπρου ή της Βενετίας. Την εποχή εκείνη δρούσε στο Αιγαίο ένας φοβερός κουρσάρος, ο Αλή Μεμέτ Χαν. Μια νύχτα, βγήκε με τα παλικάρια του στη Μήλο, για να την κουρσέψει.
Οι πειρατές μπήκαν και στα εργαστήρια των χαλιών, που βρίσκονταν εκεί. Οι νησιώτες, όμως του πήραν είδηση, τους κύκλωσαν και του έπιασαν χωρίς αιματοχυσία. Αντί να τους σκοτώσουν, όμως τους ξύρισαν το κεφάλι και τα γένια και τους έστειλαν δώρο στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου.
Από τότε έμεινε και ο λόγος που λέμε συχνά και σήμερα "Πήγαν για μαλλί και βγήκαν κουρεμένοι".
Πάει σαν το στραβό στον Άδη
Σε αυτόν για τον οποίο λένε τη φράση αυτή, αποδίδουν μια αδιαφορία, μια μοιρολατρία, μια έλλειψη αντίστασης στα δυσάρεστα γεγονότα.
Στο μεσαίωνα, στα μάτια των νεκρών έβαζαν μια μαύρη ταινία έτσι, που ο πεθαμένος να μην μπορεί, σύμφωνα με τις προλήψεις εκείνου του καιρού, να ξαναγυρίσει στη γη σαν βρυκόλακας. Ενώ παραδεχόταν, οι απλοϊκοί φυσικά, ότι τα ανθρώπινα μέλη πάθαιναν φθορές στο τάφο, πίστευαν πως μόνο τα μάτια μένουν ανέπαφα. Στους μεγάλους λοιπόν εγκληματίες, έμπηγε ο δήμιος στα μάτια τους δύο καμμένα καρφιά.
Αντίθετα δεν έβαζαν ούτε τη μαύρη ταινία στους αδικοσκοτωμένους, για να μπορέσουν να γυρίσουν και να πάρουν εκδίκηση.
Όταν δεν πηγαίνει το βουνό στον Μωάμεθ, πηγαίνει ο Μωάμεθ στο βουνό
Είναι πολύ γνωστή και διεθνής αυτή η φράση και ξεκινάει από τη Βίβλο.
Εκεί διαβάζουμε μια περικοπή, που λέει ότι η πίστη μπορεί να μετακινήσει και όρη. Σε διαφορετικές μορφές τη συναντάμε στα ανέκδοτα του Ναστρεντίν Χότζα, σε ισπανικές παροιμίες, που μεταφέρθηκαν στην Ισπανία από τους Άραβες, σε αγγλικά, ιταλικά, γερμανικά και γαλλικά ευθυμογραφήματα και ακόμη σε ιαπωνικές και κινέζικες παροιμίες. Ο Μωάμεθ τη χρησιμοποίησε την ώρα που κατηχούσε και από τότε έμεινε σαν δική του έκφραση.
Όποτε του καπνίσει
Η χρονολογία της πρώτης εμφάνισης του καπνίσματος δεν είναι εξακριβωμένη. Άλλοι ιστορικοί θεωρούν την Ασία σαν πατρίδα του καπνού, άλλοι την αρχαία Ρώμη.
Οι Ρωμαίοι συνήθιζαν να καίνε διάφορα αρωματικά φυτά μέσα σε ειδικά δοχεία και ρουφούσαν κατόπιν τον καπνό τους. Γεγονός, όμως είναι ότι οι πρώτοι εξερευνητές, που ανακάλυψαν την Αμερική, όταν γύρισαν στην πατρίδα τους, ήταν τέλειοι καπνιστές. Τους είχαν συνηθίσει οι ιθαγενείς Αμερικανοί, που γνώριζαν τη χρήση του καπνού. Από τους θαλασσοπόρους αυτούς διαδόθηκε κατόπιν το κάπνισμα στην Ευρώπη.
Επειδή όμως η βιομηχανία του καπνού τότε, δεν ήταν αρκετά προηγμένη, έκοβαν χλωρά τα φύλλα και τα έβαζαν στις τσέπες τους. Μόλις όμως κάπνιζαν από αυτόν τον καπνό, μεθούσαν και έκαναν φρικιαστικά εγκλήματα. Ο βασιλιάς Ιάκωβος Α΄ της Αγγλίας εξέδωσε τότε διάταγμα, που απαγόρευε απολύτως το κάπνισμα. Ο Ιάκωβος έκανε ακόμη και κάτι άλλο : Παράγγειλε μια τερατώδη προτομή, μεταξύ ανθρώπου και σατανά, του έβαλε μια πίπα στο στόμα και την τοποθέτησε στη αίθουσα του δικαστηρίου. Όποιος λοιπόν, συλλαμβάνονταν να καπνίζει και τον πήγαιναν να δικαστεί, του έδειχναν τη διαβολική προτομή με την πίπα και του έλεγα : " Από το σατανά θα εξαρτηθεί η τιμωρία που θα σου επιβάλλουμε. Αν καπνίσει και αυτός, θα σε αφήσουμε ελεύθερο...".
Φυσικά η προτομή πολλές φορές, κάπνιζε, γιατί από πίσω της είχε τοποθετηθεί ένα ειδικό απορροφητικό μηχάνημα. Αυτό, όμως γινόταν μόνο για όσους από τους κατηγορούμενους τα είχαν καλά με τους δικαστές. Έτσι η φράση : Όποτε του καπνίσει, είναι καθαρά αγγλική. Την έλεγαν οι υπήκοοι του Ιάκωβου, για να δείξουν πόσο άδικη ήταν η δικαιοσύνη της εποχής του.
Που σε πονεί και που σε σφάζει
Είναι μια φράση από τις πολλές που μας άφησε ο στρατηγός Μακρυγιάννης. Λέγεται πως από παιδί ο Μακρυγιάννης είχε τρομερή δύναμη.
Κάποτε, λοιπόν γέρος πια ο στρατηγός, χωρίς να το θέλει, σκούντησε κάποιον. Εκείνος παρεξηγήθηκε και ρίχτηκε να χτυπήσει το Μακρυγιάννη, χωρίς βέβαια να ξέρει με ποιόν είχε να κάνει. Ο στρατηγός του ζήτησε τότε συγνώμη, γιατί τον ακούμπησε άθελα του.
Ο παλικαράς, νομίζοντας πως ο γέρος φοβήθηκε, αποθρασύνθηκε. Αλλά ο Μακρυγιάννης, που δεν σήκωνε κάτι τέτοια, τον βούτηξε και τον έκανε του αλατιού λέγοντας του ... Διαόλου ψοφίμι, τώρα θα σου δείξω που σε πονεί και που σε σφάζει.
Πλάκωσε η μαρίδα
Όταν κανείς ψαρεύει και ρίχνει την πετονιά του, πριν προφτάσει να πατώσει το βαρίδι, οι μαρίδες τρέχουν όλες μαζί και τρώνε το δόλωμα.
Έτσι και ο λαός μας ονομάζει μαρίδα τους μικρούς γαβριάδες, που μαζεύονται γύρω από καθετί που κινεί την περιέργεια τους ή που θα δουν ότι κάτι μπορεί να βγει : "μαζεύτηκε γύρω η μαρίδα".
Κι ακόμα η μαρίδα συναντιέται κοπαδιαστή μέσα στη θάλασσα και όταν οι ψαράδες την αντιληφθούν, φωνάζουν : πλάκωσε μαρίδα και ρίχνουν τα δίχτυα τους.
Σπουδαία τα λάχανα
Η φράση ξεκίνησε από το εξής περιστατικό. Σε κάποιο χωριό, πριν από το 1821, πέρασε ο απεσταλμένος του Μπέη, για να εισπράξει τη δεκάτη.
Η δεκάτη ήταν και αυτή μια από τις τρομερές φορολογίες των χρόνων εκείνων. Όλοι όμως οι χωρικοί του απάντησαν πως δεν είχαν να πληρώσουν το φόρο, γιατί τα λάχανα τους έμειναν απούλητα. Τότε ο φορατζής τους είπε πως θα έστελνε ζώα και ανθρώπους, για να φορτώσει τα λάχανα και έτσι να πατσίζανε με το χρέος τους.
Έτσι και έγινε. Από τότε, όμως οι χωρικοί έλεγαν "Σπουδαία τα λάχανα", για να πατσίσουν τα χρεωστούμενα.
Σιγά τον πολυέλαιο
Βρισκόμαστε στα χρόνια του Όθωνα. Ο Βαυαρός βασιλιάς, που ντυνόταν με φουστανέλες και φέσι και στις πιο επίσημες εμφανίσεις του, μαζί με τη βασίλισσα Αμαλία οργάνωναν συχνά γιορτές στα ανάκτορα.
Η πιο διαλεχτή κοινωνία εκείνον τον καιρό ήταν, βέβαια οι επιζώντες και οι απόγονοι των αγωνιστών του 21, μαζί με τους ξένους αυλικούς, που ήρθαν στην Ελλάδα, συνοδεύοντας τον Όθωνα. Το ότι στους απλούς αυτούς ανθρώπους ήταν άγνωστη η δυτική εθιμοτυπία, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δε μείωνε καθόλου τη μεγαλοπρέπεια και την ομορφιά των συγκεντρώσεων ούτε την οικειότητα με τους ξένους αξιωματικούς, που ήταν πάντα θαυμαστές της ελληνικής εκδήλωσης.
Το κέφι λοιπόν έφθανε πολύ γρήγορα στο κατακόρυφο με τους ελληνικούς χορούς, που με ζήλο προσπαθούσαν να μάθουν οι ξένοι.
Οι γερο-λεβέντες παλιοί πολεμιστές, στον ενθουσιασμό τους, τραβούσαν κι άδειαζαν προς το ταβάνι τα κουμπούρια τους. Κι ακόμα σε καμιά γυροβολιά, όταν το απαιτούσε η φιγούρα του χορού, έβαζαν και το τσαρούχι, εκσφενδονίζοντας το προς τα πάνω. Αλλά τις αίθουσες των ανακτόρων τις φώτιζαν κρυστάλλινοι πολυέλαιοι κι κηροστάτες. Στο κρίσιμο λοιπόν αυτό σημείο ακουγόταν ψιθυριστά μια φιλική παραίνεση κάποιου γνωστού των ανακτόρων προς τον χορευτή "σιγά τον πολυέλαιον".
Το αμίλητο νερό
Είναι κι αυτό απομεινάρι των «Προλήψεων και των Δεισιδαιμονιών» του λαού μας.
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, η νοικοκυρά σηκωνόταν, και σε μερικά μέρη συνεχίζεται το έθιμο, και έπαιρνε από την αυλή μια πέτρα, που την έβαζε στο τζάκι. Μετά πήγαινε στη βρύση, να πάρει το «αμίλητο νερό». Λέγεται έτσι, γιατί δε μιλούσε σε κανέναν ούτε σαν πήγαινε ούτε σαν ερχόταν.
Στη βρύση έριχνε στάρι ή τυρί και έλεγε: «Όπως τρέχει το νερό, να τρέχει το μπερκέτι στο σπίτι σας». Μετά γύριζε στο σπίτι της με το νερό, χωρίς να βγάζει τσιμουδιά και μόλις έμπαινε στο σπίτι έλεγε «Χρόνια πολλά» στους δικούς της.
Το αμίλητο νερό το έχυνε στις τέσσερις γωνιές του σπιτιού, «για να τρέχουν όλη τη χρονιά τα καλούδια σαν το νερό». Μετά γινόντουσαν και διάφορες μαντικές τελετουργίες.
Πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι
Στα 1616, ο ισπανικός στόλος αποπειράθηκε ν' αποβιβαστεί στα παράλια της Αλβανίας, αφού προηγουμένως ο Ισπανός ναύαρχος συνεννοήθηκε με τους χριστιανούς, για να τον βοηθήσουν.
Αλλά η επιχείρηση προδόθηκε από κάποιον Τουρκαλβανό, τον Μεμέτ Μπογάς, ένα εγκληματικό υποκείμενο, που τον έτρεμε ολόκληρη η περιοχή. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους πιάστηκαν τότε κι εκτελέστηκαν, ενώ έγδαραν ζωντανό τον αρχιεπίσκοπο Τρίκκης Διονύσιο, που πεθαίνοντας, παρακαλούσε το θεό να συγχωρήσει τους εχθρούς του.
Οι συγγενείς, όμως, των θυμάτων, μόλις συνήλθαν κάπως από τη συμφορά, άρχισαν να κυνηγούν τον προδότη, για να τον τιμωρήσουν, όπως του άξιζε. Αλλ' εκείνος κρυβόταν καλά και δεν μπορούσαν να τον ανακαλύψουν. Ο Μπογάς είχε ένα σκυλί, που το λάτρευε.
Ένα πρωί, λοιπόν, το έπιασαν και το κρέμασαν μέσα στο αμπέλι του αφεντικού του, για να τον εκδικηθούν. Γρήγορα, όμως, κατάλαβαν ότι το ζώο δεν τους έφταιξε σε τίποτα και πήγαν να το ξεκρεμάσουν. Αλλά το σκυλί είχε ψοφήσει. Έτσι έμεινε η παροιμία: «πήγε σαν το σκυλί στ' αμπέλι».
Μια δεύτερη εκδοχή λέει: Όταν ωριμάσουν τα σταφύλια, τα ζώα τους κάνουν μεγάλη θραύση. Εκτός από τις αλεπούδες και άλλα ζώα κατεβαίνουν από το βουνό και καταστρέφουν τις σοδειές. Είναι, λοιπόν, αναγκασμένοι οι παραγωγοί να αμύνονται, σκοτώνοντας τα.
Έτσι καμιά φορά, επειδή και του σκύλου του αρέσουν τα σταφύλια, ο ιδιοκτήτης, που δε γνωρίζει ποιος κουνιέται μέσα στ' αμπέλι, χτυπάει και σκοτώνει το σκύλο του ή τα σκυλιά των γειτόνων του, κτλ. Πήγε, λοιπόν, σαν το σκυλί στ΄ αμπέλι, σημαίνει πως χάθηκε, όπως ο σκύλος μέσα στ' αμπέλι, χωρίς να αποζημιωθεί κανείς.
ΕΦΑΓΑ ΧΥΛΟΠΙΤΑ
Γύρω στα 1815 υπήρχε κάποιος κομπογιαννίτης, ο Παρθένης Νένιμος, ο οποίος ισχυριζόταν πως είχε βρει το φάρμακο για τους βαρύτατα ερωτευμένους.
Επρόκειτο για ένα παρασκεύασμα από σιταρένιο χυλό ψημένο στο φούρνο. Όσοι λοιπόν αγαπούσαν χωρίς ανταπόκριση, θα έλυναν το πρόβλημά τους τρώγοντας αυτή τη θαυματουργή πίτα - και μάλιστα επί τρεις ημέρες, κάθε πρωί, τελείως νηστικοί.
Έμεινε στα κρύα του λουτρού
Στα Βυζαντινά χρόνια, εκείνος που πήγαινε να λουσθεί στα γνωστά ατμόλουτρα, τα «χαμάμ» όπως τα λένε τούρκικα, δεν έμπαινε αμέσως στον πολύ θερμό χώρο, ούτε πάλι έβγαινε αμέσως στην ύπαιθρο.
Κατά παλιά ρωμαϊκή παράδοση περνούσε πριν από άλλα δυο διαμερίσματα, που ο Γαληνός τα ονομάζει « ο ί κ ο υ ς » και τα οποία είχαν διαφορετική θερμοκρασία. Κι αυτό γινόταν, για να προφυλάγονται, φυσικά. Έτσι, όταν κανείς έπαιρνε το λουτρό του, έμπαινε μετά στο λεγόμενο «ψυχρολούσιον» ή κρύον, όπου ο αέρας ήταν ψυχρός, όσο και ο ατμοσφαιρικός.
Ύστερα από λίγο πάλι, προχωρούσε στο λεγόμενο «χλυαροψύχιον» όπου η θερμοκρασία ήταν μεγαλύτερη. Εκεί του άλειφαν το σώμα με διάφορες κρέμες κι έμπαινε στη συνέχεια, στο ζεστό χώρο, όπου του έκαναν εντριβή. Συνέβαινε όμως καμιά φορά, αυτός που ήθελε να λουσθεί και βρισκόταν ακόμα στο διαμέρισμα, δηλαδή στο «χλιαροψύχιον» ή το «κρύον» κανένα έκτακτο γεγονός, όπως σεισμός, επιδρομή ή διάδοση μιας δυσάρεστης είδησης, οπότε το λουτρό διακοπτόταν στην αρχή του.
Έμενε δηλαδή, ανεκπλήρωτος κατ' επέκταση ο σκοπός για τον οποίο είχε πάει εκεί. Γι' αυτό ακόμα και σήμερα λέμε για κάποιο που οι επιθυμίες του έμειναν ανεκπλήρωτες -ανικανοποίητες από την αρχή ότι: «έμεινε στα κρύα του λουτρού».
ΧΡΩΣΤΑΕΙ ΤΙΣ ΜΙΧΑΛΟΥΣ
Η λαϊκή έκφραση συνδέεται με τη μετεπαναστατική ζωή στο Ναύπλιο, πρωτεύουσα τότε της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, μετά την επανάσταση του 21 υπήρχε στο Ναύπλιο μια ταβέρνα που ανήκε σε μια γυναίκα, τη Μιχαλού.
Η Μιχαλού είχε το προτέρημα να κάνει «βερεσέδια» αλλά υπό προθεσμία. Μόλις εξαντλείτο η προθεσμία - και η υπομονή της - στόλιζε τους χρεώστες της με «κοσμητικότατα» επίθετα.
Όσοι τα άκουγαν, ήξεραν καλά ότι αυτός που δέχεται τις «περιποιήσεις» της «χρωστάει της Μιχαλούς».
Δε μύρισα τα νύχια μου
Όταν ο Πλάτωνας πήγε ηλικιωμένος για τελευταία φορά στην Ολυμπία, του έγινε μοναδική υποδοχή, γιατί στα νιάτα του ήταν ξακουστός ακοντιστής και νικητής δυο φορές στα Πύθια και μια φορά στα Νεμέα. Καμιά τιμή στην αρχαιότητα δεν είχε την αξία του τίτλου «Ολυμπιονίκης»
Οι νικητές, όταν γύριζαν στην πόλη τους, είχαν το δικαίωμα να φορούν πορφύρα και στεφάνι, γκρέμιζαν ένα μέρος του τείχους της πόλης, για να περάσει η πομπή τους και έστηναν το άγαλμα τους στην αγορά. Οι Ολυμπιονίκες της Σπάρτης πολεμούσαν κοντά στο βασιλιά.
Στην Αθήνα τους έτρεφαν δωρεάν, όσο να πεθάνουν, όπως ακριβώς γινόταν και με τους μεγάλους άνδρες του Πρυτανείου. Λίγο προτού οι αθλητές μπουν στο στίβο, πολλοί θεατές απ’ έξω από το Στάδιο έβαζαν μεγάλα στοιχήματα, για τον ένα ή τον άλλο αθλητή, όπως γίνεται σε πολλές περιπτώσεις και σήμερα. Πολλοί ακόμη πήγαιναν στα διάφορα μαντεία, για να μάθουν το νικητή.
Οι «μάντισσες», «βουτούσαν» τότε τα νύχια τους σ ένα υγρό, καμωμένο από δαφνέλαιο, ύστερα τα έβαζαν κοντά στη μύτη τους κι έπεφταν σ ένα είδος καταληψίας. Τότε ακριβώς έλεγαν και το όνομα του νικητή. Από το περίεργο αυτό γεγονός έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: «δε μύρισα τα νύχια μου», που τη λέμε συνήθως, όταν μας ρωτούν για κάποιο γνωστό συμβάν, το οποίο εμείς δεν έχουμε μάθει.
Δεν ιδρώνει τ’ αυτί του
Ο Ασκληπιός άρχισε από επαρχιακός γιατρός στα Τρίκαλα. Αν έγινε θεός, το χρωστά στο Δία, που θέλησε κάπως ν' ασχοληθεί μαζί του.
Ο Δίας ήξερε καλά να γιατρεύει τις αρρώστιες. Είχε, μάλιστα, ειδικότητα στις επιδημίες, αλλά ήταν πολύ μεγάλος, για να τον ζαλίζουν οι άνθρωποι με μικροπράγματα. Δημιούργησε λοιπόν, δεύτερες θεότητες, που πήραν πάνω τους τις καθημερινές έννοιες του γένους των θνητών. Ο Δίας κράτησε την ψυχή. Το σώμα το ανέλαβε ο Ασκληπιός, μεγάλος φιλάνθρωπος, ο μόνος που βοήθησε τους φτωχούς και τους άρρωστους.
Ο Παυσανίας μας εξηγεί, πώς ήταν τα Ασκληπία. Είχαν πελώριες αίθουσες, ανοιχτές στον καθαρό αέρα, κάτι σαν τα σημερινά σανατόρια. Στα Ασκληπία αυτά, αναφέρονται θεραπείες ψυχοπαθών, λεπρών, αρθριτικών και άλλων. Όσο τσαρλατάνικες κι αν φαίνονται σήμερα πολλές από τις θεραπείες του, ο Ασκληπιός ήταν τίμιος γιατρός: Δεν ξεγελάει τους πελάτες του, δε ζητά πληρωμή, παρά αφού ευχαριστηθούν από την επέμβαση του.
Κάποια τον ρωτάει -σε πλάκες που βρέθηκαν στην Επίδαυρο-με τι τρόπο να κάνει παιδί. Άλλος πώς να ξαναβρεί την όραση του. Κάποιος πάλι τον ευχαριστεί, επειδή τον απάλλαξε από τις ψείρες και πολλοί απλοϊκοί του ζητούν χάρες άσχετες με την υγεία. Κάποια π.χ. τον ρωτά με ποιον τρόπο να κάνει το φίλο της να την αγαπήσει. «Να τον κλείσεις σ' ένα πολύ ζεστό δωμάτιο-τη συμβουλεύει εκείνος- κι αν ιδρώσουν τ αφτιά του, θα σ αγαπήσει. Αν δεν ιδρώσουν, μην παιδεύεσαι άδικα». Από την περίεργη αυτή συμβουλή του Ασκληπιού, έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση «δεν ιδρώνει τ’ αυτί του», που τη λέμε συνήθως, για τους αναίσθητους και αδιάφορους.
Κάλλιο αργά παρά ποτέ
Όταν ο Σωκράτης ο φιλόσοφος, σε περασμένη πια ηλικία αποφάσισε να μάθει κιθάρα, τον πείραξαν οι φίλοι του, λέγοντας του: «Γέρων ών κίθαριν μανθάνεις;...». Κι ο Σωκράτης τότε απάντησε: «Κάλλιον οψιμαθής ή αμαθής (παραμένειν)». Δε νομίζω ότι διαφέρει σε τίποτα από αυτό το «κάλλιο αργά παρά ποτέ», που μεταχειρίζεται σήμερα ο λαός μας.
Κατ’ άλλους, προέρχεται η φράση από κάποιον αρχαίο συγγραφέα, που είπε: «Του μέν ούν μηδ' όλως τό βράδιον αφικέσθαι άμεινον». Δηλαδή, αν δεν μπορέσει κανείς να κάνει στο χρόνο που πρέπει τη δουλειά που του ανάθεσαν, είναι προτιμότερο να την κάνει έστω και αργότερα, παρά να μην την κάνει καθόλου.
Βγήκε ασπροπρόσωπος
Πολλές φορές, αντί να αλείψουν το πρόσωπο του διαπομπευόμενου με ασβόλη, τον άλειφαν με σινωπίδιον, ένα είδος κόκκινης μπογιάς.
Και απ εδώ έχει και την αρχή της η φράση: «έτσι κι έτσι κόκκινος, κι έτσι κατακόκκινος», που τη λέμε για τους απελπισμένους και που δεν έχουν ελπίδα να βελτιωθούν τα πράγματα. Όταν, επίσης, κατά την ανάκριση αποδειχθεί κανείς αθώος, τότε παρουσιάζεται στην κοινωνία με λευκό πρόσωπο, ενώ ο ένοχος είναι μαυροπρόσωπος. Έτσι έχουμε τις φράσεις: «Βγήκε ασπροπρόσωπος» και «κοίταξε να μη με μουτζουρώσεις» δηλαδή, να μη με κάνεις να ντραπώ από τη συμπεριφορά σου.
Για τη φράση «βγήκε ασπροπρόσωπος», υπάρχουν και οι εξής άλλες εκδοχές: Ένας Οθωμανός στη Σμύρνη της Μ. Ασίας, ήθελε να πάει στη Μέκκα, για να προσκυνήσει. Βρήκε, λοιπόν ένα συγχωριανό του Οθωμανό και του άφησε τα πενήντα του πρόβατα να τα προσέχει μέχρις ότου γυρίσει. Την άλλη μέρα, όταν είχε κιόλας αναχωρήσει ο φίλος του για το μεγάλο ταξίδι της Μέκκας βρήκε την ευκαιρία και πούλησε τα πρόβατα, που του είχε αφήσει να τα φυλάει. Όταν με τον καιρό επέστρεψε ο γείτονάς του από τη Μέκκα, πήρε μια «τσανάκα» γιαούρτι και το πήγε στο φίλο του, για να τον καλωσορίσει και να του πει πως αυτό το γιαούρτι είναι, ό,τι έμεινε από τα πενήντα του πρόβατα.
Τούτο δε έγινε, όπως του είπε, γιατί έμαθε από άλλους συνταξιδιώτες του ότι είχε αρρωστήσει από πανώλη και αφού έδωσε τα μισά πρόβατα στους φτωχούς παρακάλεσε τον Αλλάχ να τον κάνει καλά. Τα δε άλλα μισά τα έδωσε προ ημερών στους φτωχούς, γιατί έμαθε ότι ο Αλλάχ τον έκανε καλά και γυρίζει πίσω στην πατρίδα. Αλλά, όταν τον άκουσε να του λέει τα ψέματα αυτά, τόσο αγανάκτησε, που πήρε την «τσανάκα» με το γιαούρτι και του την πέταξε στα μούτρα, λέγοντάς του να ξεκουμπιστεί από το σπίτι του. Αυτός τότε, έφυγε απαθέστατα. Όταν κάποιος άλλος συγχωριανός του τον ρώτησε που τον είδε βγαίνοντας από το σπίτι, γιατί είναι έτσι άσπρο το πρόσωπό του απάντησε: «Α, φίλε μου, όποιος δίνει καλό λογαριασμό, βγαίνει ασπροπρόσωπος»
Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα
Κατά μία εκδοχή που φαίνεται, πως είναι και η επικρατέστερη, τη φράση αυτή την είπε ο Γέρος του Μοριά, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, όταν βρισκόταν στη Ζάκυνθο πριν αρχίσει η επανάσταση.
Τότε άκουσε, πως ο Ναπολέων Βοναπάρτης -αυτοκράτορας της Γαλλίας- μάλωνε με τον τσάρο της Ρωσίας, για το ποιος από τους δυο θα έπαιρνε την Πολωνία.
- Τι είναι αυτή η Πολωνία; ρώτησε ο Κολοκοτρώνης. Του εξήγησαν τότε, πως ήταν ένα κράτος, μία χώρα, που δεν ήταν ούτε γαλλική ούτε ρωσική και πως τσακωνόντουσαν οι δυο Μεγάλοι, ποιος θα την πάρει.
- Δυο ψυχικοί (γάιδαροι) μαλώνουνε σε ξένο αχυρώνα, είπε.
Αλλά κι αν ο πρώτος δεν είναι ο Κολοκοτρώνης, αυτός, τουλάχιστον, μας την έκανε γνωστή.
Σε τρώει η μύτη σου, ξύλο θα φας
Στην αρχαία Ελλάδα πίστευαν πως ο κνησμός, η φαγούρα δηλαδή του σώματος, ήταν προειδοποίηση των θεών.
Πίστευαν πως όταν ένας άνθρωπος αισθανόταν φαγούρα στα πόδια του, θα έφευγε ταξίδι. Όταν πάλι τον έτρωγε η αριστερή παλάμη του, θα έπαιρνε δώρα. Αν συνέβαινε το ίδιο στη δεξιά, θα έδινε αυτός δώρα. Η πρόληψη αυτή έμεινε ως τα χρόνια μας. Οι αρχαίοι όμως, θεωρούσαν γρουσουζιά, όταν αισθάνονταν φαγούρα στην πλάτη, στο λαιμό, στα αυτιά και στην μύτη.
Κάποτε ο βασιλιάς της Σπάρτης Άγις, ενώ έκανε πολεμικό συμβούλιο με τους αρχηγούς του, είδε ξαφνικά κάποιον από αυτούς να ξύνει αφηρημένος το αυτί του. Αμέσως σηκώθηκε πάνω διάλυσε το συμβούλιο και ακύρωσε την εκστρατεία.
Οι Σπαρτιάτες πίστευαν ακόμη ότι τα παιδιά που αισθάνονται φαγούρα στα μύτη τους, θα γινόντουσαν κακοί πολεμιστές. Έτσι όταν έβλεπαν κανένα παιδί να ξύνει τη μύτη του, το τιμωρούσαν, για να μην την ξαναξύσει άλλη φορά. Από την πρόληψη αυτή βγήκε "η φράση η μύτη σου σε τρώει, ξύλο θα φας".
Τα σίδερα της φυλακής είναι για τους λεβέντες
Ένα από τους αστυνομικούς διευθυντές της παλιάς Αθήνας, ο Μπαϊρακτάρης, χτύπησε αλύπητα όλους τους μάγκες, τα κουτσαβάκια της εποχής του. Εκτός από το ψαλίδι που είχε και που έκοβε τα μανίκια των σακακιών, που φορούσαν από το ένα μόνο χέρι οι κουτσαβάκηδες, τους έδερνε και στο τέλος τους έκοβε τα τσουλούφια των μαλλιών τους και τους άφηνε να φύγουν.
Αυτοί όμως ύστερα από τον εξευτελισμό τους, προτιμούσαν να τους βάλει φυλακή, παρά να βγουν έξω με αυτά τα χάλια. Τότε μάλιστα, τραγουδούσαν «Τα σίδερα της φυλακής, είναι για τους λεβέντες». Από το δίστιχο αυτό, έμεινε μέχρι τα χρόνια μας η φράση.
Τα μυαλά σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος
Την εποχή της Τουρκοκρατίας υπήρχε στην Αθήνα ένας Αλβανός, που γύριζε στα διάφορα σπίτια των Χριστιανών και μάζευε τον καθιερωμένο κεφαλικό φόρο. Ονομαζόταν Κιουλάκ Βογιατζή. Ήταν δύο μέτρα περίπου ψηλός και το άγριο πρόσωπο του ήταν κατάμαυρο και βλογιοκομμένο. Οι Έλληνες, μόνο που τον έβλεπαν, τους κοβόταν η ανάσα.
Ο λόρδος Βύρωνας που τον γνώρισε από κοντά, γράφει ότι έμοιαζε σαν δαίμονας, που ξεπήδησε από την κόλαση κι ότι τα παιδιά πάθαιναν ίλιγγο τρόμου, όταν τον αντίκριζαν, ξαφνικά μπροστά τους. Ο Κιουλάκ Βογιατζή κρατούσε πάντοτε στα χέρια του ένα κοντόχοντρο κόπανο και με αυτόν απειλούσε τους Χριστιανούς. Έλεγε, δηλαδή ότι θα τους σπάσει το κεφάλι, αν δεν του έδιναν μια χρυσή λίρα ή δύο φλουριά, όπως απαιτούσε ο κεφαλικός φόρος κάθε έξι μήνες.
Ο Αλβανός, όμως αυτός ήταν τόσο κουτός, ώστε δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα διάφορα νομίσματα της εποχής εκείνης. Έτσι πολλοί Έλληνες που δεν είχαν να πληρώσουν, του έδιναν μερικές μπρούτζινες δεκάρες, που τις γυάλιζαν προηγούμενα, για να φαίνονται χρυσές και τον ξαπόστελναν.
Από τότε, λοιπόν, έμεινε η φράση που τη λέμε, συνήθως για τους ελαφρόμυαλους. Μπογιατζής δεν ήταν άλλος από το Κιουλάκ Βογιατζή με τον κόπανο του.
Σ' αγαπάει η πεθερά σου
Ο Νικόλαος Πολίτης δίνει την εξήγηση στην έκφραση αυτή. Λέει πως πριν παντρέψουν το κορίτσι τους, οι πεθερές, είναι ευγενικές και αγαπούν το μέλλοντα γαμπρό τους. Ο γαμπρός θα κάτσει στο καλύτερο μέρος του τραπεζιού, ο γαμπρός θα πάρει την καλύτερη μερίδα φαγητού.
Ο γαμπρός πάντα βρίσκεται στην πρώτη και καλύτερη γραμμή για την πεθερά. Τον προσέχει πολύ και δεν αρχίζουν ποτέ να φάνε, αν δεν έρθει ο γαμπρός. Τον περιμένει πάντα η πεθερά και αυτό το έχει επιβάλλει και στους άλλους. Όταν όμως γίνει ο γάμος, η πεθερά δεν έχει κανένα λόγο να τον περιμένει. Δε βρίσκει, δηλαδή ο γαμπρός τις χαρές που είχε, όταν ήταν αρραβωνιασμένος.
Γι αυτό και σε όποιον πάει στο σπίτι, όταν αρχίζουν να τρώνε, λένε πως τον αγαπάει η πεθερά του.
Σαββατιανά σταφύλια
Η φράση προέρχεται από τους Μεσογίτες, που στα παλιά τα χρόνια πήγαιναν στους αμπελώνες που ήταν κοντά στον Άγιο Σάββα, για να αγοράσουν νέα φυτώρια από τα κλήματα του αμπελώνα. Στην επιστροφή, όταν συναντιόντουσαν με άλλους συγχωριανούς τους και τους ρωτούσαν τι πήραν, τους απαντούσαν 'κλήματα από τον Άγιο Σάββα, σαββατιανά'.
Και από τότε έμεινε η φράση και η ονομασία των σαββατιανών σταφυλιών.
Τα έβγαλε στη φόρα - Του τα έβγαλε στη φόρα
Στη Βυζαντινή εποχή, υπήρχε ένα είδος κηρύκων, που έκαναν μια πολύ περίεργη δουλειά.
Όταν κατηγορούσαν κάποιον για κλοπή, για λεηλασία ή και για φόνο ακόμα, χωρίς όμως αυτός που τον κατηγορούσε να έχει χειροπιαστά στοιχεία, ο κήρυκας αναλάμβανε να τον κατηγορήσει δημόσια, παίρνοντας πάνω του όλη την ευθύνη. Έβγαινε, λοιπόν σε μια κεντρική πλατεία, ανέβαινε σε ένα πεζούλι κι όταν το πλήθος συγκεντρωνόταν, για να ακούσει άρχιζε με δυνατή φωνή το κατηγορητήριο.
<<Επειδή όμως δεν υπάρχουν στοιχεία ικανά εναντίον του, για να τον παραδώσουμε στο δικαστήριο, όσοι γνωρίζουν κάτι σχετικό με την υπόθεση, να ‘ρθουν να μας το πουν. Αυτοί που δεν τολμούν να παρουσιαστούν μπροστά μας, να τον καταγγείλουν, θα είναι καταραμένοι στη ζωή και στο θάνατο. Το κορμί τους να βγάλει τις πληγές του Φαραώ και τα παιδιά τους, όπως και τα παιδιά των παιδιών τους, θα διψούν και δε θα βρίσκουν νερό κ.ά.>>
Οι κήρυκες αυτοί είχαν καταντήσει ο φόβος και ο τρόμος του λαού. Όπως, όμως ήταν επόμενο, ύστερα από τις φοβερές αυτές κατάρες, εκείνος που ήξερε κάτι για τον ένοχο, έτρεχε να τον καταγγείλει στην αγορά, για να γίνει ήσυχη η συνείδηση του.
Δηλαδή, του τα έβγαλε στη φόρα, όπως κατάντησε να λέγεται τότε.
Τα ίδια, Παντελάκη μου, τα ίδια, Παντελή μου
Ο Παντελής Αστραπογιαννάκης ήταν Κρητικός. Όταν οι Ενετοί κυρίεψαν τη Μεγαλόνησο, πήρε τα βουνά μαζί με μερικούς τολμηρούς συμπατριώτες του. Από εκεί κατέβαιναν τις νύχτες και χτυπούσαν τους κατακτητές μέσα στα κάστρα τους. Για να δίνει, ωστόσο κουράγιο στους νησιώτες, τους υποσχόταν ότι θα ελευθέρωναν γρήγορα την Κρήτη. Με το σήμερα, όμως και με το αύριο, ο καιρός περνούσε και η κατάσταση του νησιού αντί να καλυτερεύει, χειροτέρευε.
Οι Κρητικοί άρχισαν να απελπίζονται. Μα ο Αστραπογιαννάκης δεν έχανε το θάρρος του, εξακολουθούσε να τους δίνει ελπίδες για σύντομη απελευθέρωση. Οι συμπατριώτες του, όμως δεν τα πίστευαν πια. Όταν λοιπόν, πήγαινε να τους μιλήσει, όλοι μαζί του έλεγαν :
«ξέρουμε τι θα πεις. Τα ίδια, Παντελάκη μου, τα ίδια, Παντελή μου.»
Του τα έψαλα από την καλή κι από την ανάποδη
Το Σεπτεμβρίου του 1155, σε ένα μοναστήρι της Κωνσταντινούπολης, συνέβησαν τέτοια έκτροπα, ώστε ο ίδιος ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μανουήλ Κομνηνός διέταξε να τιμωρηθούν όλοι με τις πιο βαριές ποινές της σκληρής εκείνης εποχής. Πολλοί τυφλώθηκαν τότε, άλλοι εξορίστηκαν κι αυτοί που ρίχτηκαν στα φοβερά μπουντρούμια των φυλακών του Επταπυργίου, ήταν υποχρεωμένοι να προσεύχονται και να ψάλλουν, φωναχτά είκοσι ώρες το εικοσιτετράωρο.
Οι φύλακες παρακολουθούσαν άγρυπνα. Όσους έβλεπαν να σταματούν έστω και για ένα λεπτό, τους βίαζαν να συνεχίσουν.
Οι προσευχές διαβαζόντουσαν μέσα σε χοντρά εκκλησιαστικά βιβλία. Όταν λοιπόν, οι προσευχές τελείωναν αντί να τις πιάσουν από την αρχή, έπρεπε να τις διαβάσουν από το τέλος προς την αρχή. Δηλαδή ανάποδα. Από αυτό βγήκαν οι φράσεις «του τα ψαλα από την καλή κι από την ανάποδη» και «τα έμαθα απ έξω κι ανακατωτά», γιατί οι τιμωρημένοι έφτασαν στο σημείο από τις πολλές φορές που έλεγαν τις προσευχές, να τις μαθαίνουν από έξω κι ανακατωτά.
Τα ‘ κανε ρόιδο
Σε πολλά μέρη της πατρίδας μας υπάρχει η συνήθεια, πριν μπει η νύφη στο σπίτι του γαμπρού, να χτυπάει πάνω στην πόρτα ένα ρόιδι χαραγμένο σταυρωτά κι ύστερα να το ρίχνει στο πάτωμα, για να σκορπιστούν οι κόκκοι.
Έτσι συμβολίζεται η είσοδος στο σπίτι τόσων καλών, όσο και τα σπυριά του ροδιού. Στη Σίφνο συνηθίζουν τη φράση «Θέλω να πατήσω το ρόδι», που θα πει για μια νέα «θα παντρευτώ».
Τώρα φαντάζεστε, βέβαια όταν η νύφη πατήσει το ρόδι στο πάτωμα, τι ανακατωσούρα γίνεται με τα σκορπισμένα σπυριά. Από δω λέγεται ότι προήλθε και η φράση «τα΄κανες ρόιδο», που σημαίνει πως κάποιος αδέξια χειρίστηκε κάποιο ζήτημα και τελικά δεν πέτυχε.
Στρογγυλοκάθισε
Για τους ενοχλητικούς επισκέπτες, για εκείνους που έρχονται σε ακατάλληλη ώρα και αργούν να φύγουν, λέμε τη φράση ότι στρογγυλοκάθισε.
Η έκφραση αυτή βγαίνει από τους ανατολικούς σοφράδες, στρογγυλά μαλακά καθίσματα, που τα ακουμπάνε στο πάτωμα και τρώνε πάνω επίσης σε χαμηλά και στρογγυλά τραπεζάκια.
Έπρεπε δε να είναι στρογγυλά τα τραπεζάκια αυτά, γιατί αυτοί που θα τρώγανε , καθόντουσαν γύρω γύρω και έτσι η απόσταση τους από τη λεκάνη με το φαγητό, που ήταν στη μέση του σοφρά, ήταν ίδια σε όλους.
Στρογγυλοκάθισε λοιπόν ο επισκέπτης, στην αρχή σήμαινε ότι κάθισε γύρω από το στρογγυλό σοφρά και επειδή ο σοφράς είχε του κόσμου τα φαγητά, συμφέρον του ήταν να στρογγυλοκαθίσει και να αργήσει την αναχώρηση του.
Σπαγκοραμμένος
Σπάγκος ή σπαγκοραμμένος είναι ο φιλάργυρος, ο τσιγκούνης. Η λέξη σπάγκος είναι ιταλική και σημαίνει αδύνατος, ψιλός.
Γνωρίζουμε πως οι μεταξωτές κλωστές είναι καλές, όπως επίσης και οι λινές, οι χρυσοκέντητες και τόσες άλλες. Εκείνες που δεν έχουν αξία είναι σπάγκινες, αν μπορούμε να μεταχειριστούμε την έκφραση. Το ύφασμα, λοιπόν, που θα ραφτεί με σπάγκο, θα είναι πολύ φτηνό και επειδή το φτηνό πράγμα το μεταχειρίζεται ο τσιγκούνης, γι αυτό και ο σπαγκοραμμένος είναι ο τσιγκούνης.
Σαββατογεννημένος
Δεν είναι μόνο οι παραδόσεις και οι θρύλοι, αλλά και πολλοί συγγραφείς υποστηρίζουν πως, όταν αλώθηκε η Πόλη, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ήταν παντρεμένος, είχε τρία αγόρια και η γυναίκα του ήταν έγκυος στο τέταρτο.
Την ημέρα ακριβώς που συντελέσθηκε το κοσμοϊστορικό εκείνο γεγονός, γέννησε κόρη, που πέθανε αμέσως.
Ο θάνατος αυτός θεωρήθηκε κακό σημάδι κι από τότε βγήκε η γνωστή παροιμία <<Σάββατο γιο μη χαίρεσαι και Τρίτη θυγατέρα>>, γιατί Τρίτη ήταν που έπεσε η Κωνσταντινούπολη και Σάββατο γιορτάζουν οι διώχτες του Χριστού.
Από την ίδια περίπου αιτία βγήκε και η φράση "Σαββατογεννημένος", επειδή ο λαός πιστεύει πως όσοι γεννώνται την ημέρα αυτή, είναι αλαφροΐσκιωτοι, δηλαδή βλέπουν φαντάσματα και στοιχειά, αλλά ποτέ δεν τους πειράζουν.
ΜΑΛΛΙΑΣΕ Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ
Στη βυζαντινή εποχή υπήρχαν διάφορες τιμωρίες, ανάλογες, βέβαια, με το παράπτωμα.
Όταν π.χ. ένας έλεγε πολλά, δηλαδή έλεγε λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν, τότε τον τιμωρούσαν με έναν τρομερό τρόπο.
Του έδιναν ένα ειδικό χόρτο που ήταν υποχρεωμένος με το μάσημα να το κάνει πολτό μέσα στο στόμα του. Το χόρτο, όμως, αυτό ήταν αγκαθωτό, στυφό και αρκετά σκληρό, τόσο που κατά το μάσημα στο στόμα του πρηζόταν και η γλώσσα, άνοιγε, μάτωνε και γινόταν ίνες-ίνες, κλωστές-κλωστές, δηλαδή, όπως είναι τα μαλλιά.
Από την απάνθρωπη τιμωρία βγήκε και η παροιμιώδης φράση : "μάλλιασε η γλώσσα μου", που τις λέμε μέχρι σήμερα, όταν προσπαθούμε με τα λόγια μας να πείσουμε κάποιον για κάτι και του το λέμε πολλές φορές.
ΚΑΝΕ ΤΟΥΜΠΕΚΙ
«Τουμπεκί » λέγεται τουρκικά ο καπνός για τον αργιλέ, που τον κάπνιζαν στα διάφορα καφ
Έχει επεξεργασθεί από τον/την ΑΛΚΗΣ στις Τρι Ιουλ 20, 2010 11:18 pm, 3 φορές συνολικά
Γιατί το λέμε έτσι -
ΤΡΩΕΙ ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΚΑΒΓΑ
Ένα από τα αγαπημένα θεάματα των Ρωμαίων και αργότερα των Βυζαντινών, ήταν η ελεύθερη πάλη.
Οι περισσότεροι από τους παλαιστές, ήταν σκλάβοι, που έβγαιναν από το στίβο με την ελπίδα να νικήσουν και να απελευθερωθούν. Στην ελεύθερη αυτή πάλη επιτρέπονταν τα πάντα γροθιές, κλωτσιές, κουτουλιές, ακόμη και το πνίξιμο.
Το μόνο που απαγορευόταν αυστηρά ήταν οι γρατζουνιές. Ο παλαιστής έπρεπε να νικήσει τον αντίπαλό του, χωρίς να του προξενήσει την παραμικρή αμυχή με τα νύχια, πράγμα , βέβαια, δυσκολότατο.
Γιατί τα νύχια των δυστυχισμένων σκλάβων, που έμεναν συνέχεια μέσα στα κάτεργα, ήταν τεράστια και σκληρά από τις βαριές δουλειές που έκαναν.
Γι' αυτό λίγο προτού βγουν στο στίβο, άρχιζαν να τα κόβουν, όπως μπορούσαν, με τα δόντια τους. Από το γεγονός αυτό βγήκε κι η φράση «τρώει τα νύχια του για καβγά».
Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο
Στην εποχή που κυβερνούσε τα Γιάννενα ο Αλή Πασάς, είχε μπει φόρος ένα γρόσι στην κάθε οκά στα ψάρια και στα χέλια, που θα ψαρευόντουσαν μέσα στη λίμνη. Εκείνος που δε θα πλήρωνε, θα έχανε τα ψάρια του, που του τα έπαιρναν οι φοροεισπράκτορες του Αλή Πασά.
Αλλά φτωχοί καθώς ήταν όλοι τους, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να μην πληρώσουν το φόρο, αλλά οι άνθρωποι του Αλή τους παρακολουθούσαν και τους έπαιρναν ό,τι είχαν όλη τη νύχτα τραβήξει.
Ένας γερο-θυμόσοφος όμως ψαράς, βλέποντας το βίος του να καταστρέφεται και αντικρίζοντας τα ψάρια του, που τα φόρτωναν οι στρατιώτες του Αλή Πασά, είπε: «Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο», για να μείνει από τότε και να λέγεται σήμερα όταν θέλουμε να καταδείξουμε είτε την ακόρεστη πείνα, είτε τον ανεκπλήρωτο πόθο, το απλησίαστο.
Του έψησε το ψάρι στα χείλη
Ο λαός του Βυζαντίου γιόρταζε με μεγάλη κατάνυξη και πίστη όλες τις μέρες της Σαρακοστής. Το φαγητό του ήταν μαρουλόφυλλα βουτηγμένα στο ξύδι, μαυρομάτικα φασόλια, φρέσκα κουκιά και θαλασσινά.
Στα μοναστήρια, όμως, ήταν ακόμη πιο αυστηρά, αν και πολλοί καλόγεροι, που δεν μπορούσαν να κρατήσουν περισσότερο τη νηστεία, έκαναν πολλές κρυφές…αμαρτίες κι έτρωγαν αβγά ή έπιναν γάλα. Αν τύχαινε, όμως, κανένας απ’ αυτούς να πέσει στην αντίληψη των άλλων -ότι είχε σπάσει δηλαδή τη νηστεία του- καταγγελλόταν αμέσως στο ηγουμενοσυμβούλιο και καταδικαζόταν στις πιο αυστηρές ποινές.
Κάποτε λοιπόν, ένας καλόγερος, ο Μεθόδιος, πιάστηκε να τηγανίζει ψάρια μέσα σε μια σπηλιά, που ήταν κοντά στο μοναστήρι. Το αμάρτημά του θεωρήθηκε φοβερό. Το ηγουμενοσυμβούλιο τον καταδίκασε τότε στην εξής τιμωρία: Διάταξε και του γέμισαν το στόμα με αναμμένα κάρβουνα και κει πάνω έβαλαν ένα ωμό ψάρι, για να…ψηθεί!
Το γεγονός αυτό το αναφέρει ο Θεοφάνης. Φυσικά ο καλόγερος πέθανε έπειτα από λίγο μέσα σε τρομερούς πόνους. Αλλά ωστόσο έμεινε η φράση «Μου έψησε το ψάρι στα χείλη» ή «Του έψησε το ψάρι στα χείλη».
Πέθανε στη ψάθα
Αν και το Βυζάντιο στην εποχή του ήταν η πλουσιότερη χώρα του κόσμου, τα πλούτη του αυτά τα νέμονταν ορισμένοι άρχοντες μονάχα. Ο λαός υπέφερε σε αφάνταστο βαθμό κι είναι γνωστό ότι η «βασιλίδα» των πόλεων -η Κωνσταντινούπολη- είχε πολλές συνοικίες, που οι κάτοικοί τους ζούσαν από τα αποφάγια των αρχόντων.
Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους αυτούς δε φορούσαν ρούχα -επειδή δεν είχαν- αλλά μερικά παλιοκούρελα, που σκέπαζαν το γυμνό τους σώμα.
Τα σπίτια τους ήταν αληθινές τρώγλες κι όταν τύχαινε να πέσει καμιά επιδημία, πέθαιναν εκατοντάδες άνθρωποι την ημέρα χωρίς βοήθεια.
Η χειρότερη συνοικία της Κωνσταντινούπολης ήταν η Μπάρα, που την κατοικούσαν αποκλειστικά εταίρες και άποροι. Οι τελευταίοι δεν είχαν δει στη ζωή τους κρεβάτι και κοιμόντουσαν πάνω σε ψάθες, που τις έφτιαχναν οι ίδιοι. Γι’ αυτό το πράγμα έχουν διασωθεί πολλές μαρτυρίες.
Ο Θεόδωρος ο Πρόδρομος π.χ. στα ποιήματά του, λέει ότι ο ηγούμενος του είπε:
«Αυτός έχει καν τέσσαpα κρεβατοστρώσια
και συ κοιμάσαι εις το ψαθίν και γέμεις και τας φθείρας».
Γι’ αυτό και σήμερα, όταν πεθαίνει κανείς πολύ φτωχός, λέμε: «Αυτός πέθανε στην ψάθα…».
Πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του
Οι φόροι πριν από τον 19ο αιώνα ήταν τόσοι πολλοί στην Ελλάδα, ώστε, όσοι δεν είχαν να πληρώσουν, έβγαιναν στο βουνό. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους φόρους, υπήρξε και ένας τον οποίον πλήρωναν όσοι είχαν μακρυά…μαλλιά!
Για τη φοβερή αυτή φορολογία, ο ιστορικός Χριστόφορος Άγγελος, γράφει τα εξής χαρακτηριστικά:
«Οι επιβληθέντες φόροι ήσαν αναρίθμητοι, αλλά και άνισοι. Έκτος της δεκάτης, του εγγείου και της διακατοχής των ιδιοκτησιών, εκάστη οικογένεια κατέβαλε χωριστά φόρον καπνού εστίας), δασμόν γάμου, δούλου και δούλης, καταλυμάτων, επαρχιακών εξόδων, καφτανίων, καρφοπετάλλων καί άλλων εκτάκτων. Ενώ δε ούτω βαρείς καθ’ εαυτούς ήσαν οι επιβληθέντες φόροι, έτι βαρύτερους και αφόρητους καθίστα ο τρόπος της εισπράξεως και η δυναστεία των αποστελλομένων προς τούτο υπαλλήλων ή εκμισθωτών. Φόρος ωσαύτως ετίθετο επί των ραγιάδων (ραγιάς=υπόδουλος εκ της τουρκικής λέξεως «raya») εκείνων οίτινες έτρεφον μακράν κόμην».
Από τον τελευταίο αυτόν φόρο, έμεινε παροιμιώδης η φράση «Πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του», την οποία λέμε σήμερα για κάτι που πληρώνουμε πολύ ακριβά.
Το ζευγάρι της Αγίας Παρασκευής
Στην παλιά Αθήνα, κοντά στο Θησείο, υπήρχε κάποτε η συνοικία της Αγίας Παρασκευής, που δεν υπάρχει σήμερα.
Σε κάποιο μοναχικό σπιτάκι κατοικούσε ένα αντρόγυνο: Ο Θάνος και η Παγώνα Παγιαυλή. Ο κόσμος τους έβλεπε και τους ζήλευε, γιατί έμοιαζαν «σαν δύο αληθινά πιτσουνάκια», όπως γράφει ένας παλιός χρονικογράφος.
Το ζευγάρι αυτό είχε γίνει υπόδειγμα για τους άλλους παντρεμένους κι όλοι προσπαθούσαν να μιμηθούν «το αντρόγυνο τής Αγίας Παρασκευής».
Ένα βράδυ όμως, μερικοί φίλοι πέρασαν έξω από το σπίτι τους κι άκουσαν γυναικείες φωνές και κλάματα. Κατάλαβαν τότε πως ο άντρας έδερνε τη γυναίκα του. Δεν είπαν τίποτε κι έφυγαν. Την επομένη το αντρόγυνο παρουσιάστηκε σαν να μη συνέβαινε απολύτως τίποτε.
Αυτό κράτησε περισσότερο από μήνα, ώσπου από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε το μυστικό: Κάθε νύχτα τις έτρωγε η Παγώνα από το Θάνο και την ημέρα παρουσιάζονταν σαν το πιο αγαπημένο κι ευτυχισμένο ζευγάρι τής Αθήνας. Από τότε, όταν βλέπουμε κανένα αντρόγυνο να υποκρίνεται το αγαπημένο, λέμε ότι μοιάζει με «το αντρόγυνο τής Αγίας Παρασκευής».
Του μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά
Οι Βυζαντινοί όταν έπιαναν κάποιον να κρυφακούει, του έριχναν ζεματιστό λάδι στ’ αφτιά και τον κούφαιναν.
Για τους «ωτακουστές» -όπως τους έλεγαν τότε αυτούς- ο αυτοκράτορας lουλιανός αισθανόταν φοβερή απέχθεια. Μπορούσε να συγχωρέσει έναν προδότη, αλλά έναν «ωτακουστή» ποτέ.
Ο ίδιος έγραψε έναν ειδικό νόμο γι’ αυτούς, ζητώντας να τιμωρούνται με μαρτυρικό θάνατο. Μα όταν τον έστειλε στη Σύγκλητο, για να τον εγκρίνει, εκείνη τον απέρριψε, γιατί θεώρησε ότι το αμάρτημα του «ωτακουστή» δεν ήταν και τόσο μεγάλο. Είπαν δηλαδή -οι Συγκλητικοί- ότι η περιέργεια είναι φυσική στον άνθρωπο και ότι αυτός που κρυφακούει, είναι, απλώς, περίεργος. Μπορεί να κάνει την κακή αυτή πράξη, αλλά χωρίς να το θέλει.
Έτσι βρήκαν την ευκαιρία να καταργήσουν και το καυτό λάδι και ζήτησαν να τους επιβάλλεται μικρότερη ποινή.
Ο lουλιανός θύμωσε, μα δέχτηκε να αλλάξουν το σύστημα της τιμωρίας με κάτι άλλο που, ενώ στην αρχή φάνηκε αστείο, όταν μπήκε σε εφαρμογή, αποδείχθηκε πως ήταν αφάνταστα τρομερό. Έβαζαν δηλαδή στ’ αφτιά του ωτακουστή…ψύλλους! Τα ενοχλητικά ζωύφια, έμπαιναν βαθιά στο λαβύρινθο του αφτιού κι άρχιζαν να χοροπηδούν, προσπαθώντας να βρουν την έξοδο. Φυσικά, ο δυστυχισμένος που δοκίμαζε αυτή την τιμωρία, έφτανε πολλές φορές να τρελαθεί.
Από τότε, ωστόσο, έμεινε η φράση «του μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά», που σήμερα έφτασε να σημαίνει, ότι μου μπαίνουν υποψίες στο μυαλό για κάτι.
Αλά μπουρνέζικα
Όταν μας μιλάει κάποιος και θέλουμε να του πούμε πως δεν καταλαβαίνουμε τι μας λέει, τότε του λέμε πως μιλάει…αλά μποuρνέζικα.
Πολλοί νομίζουν, πως είναι μια λέξη (αλαμπουρνέζικα). Είναι όμως δύο λέξεις.
Μπουρνέζικα, λοιπόν, είναι η γλώσσα που μιλάνε ακόμα, σε μια περιοχή του Σουδάν, όπου ζει η φυλή Μπουρνού.
Η γλώσσα αυτή ήρθε στην Ελλάδα κατά την Επανάσταση του 1821, με την φυλή των Μπουρνού η οποία αποτελούσε τμήμα του εκστρατευτικού σώματος του Αιγύπτιου στρατηγού Ιμπραήμ.
Καθώς η αραβική γλώσσα είναι αρκετά δύσκολη και μάλιστα στις διαλέκτους της, σε μας τους Έλληνες, λοιπόν δίκαια, όσα θ’ ακούγαμε από αυτούς, θα φαίνονταν «αλά μπουρνέζικα», δηλαδή ακατανόητα.
"Κάθομαι στ` αγκάθια"
Όταν στα 1204 οι Φράγκοι Σταυροφόροι ,ήρθαν να κυριέψουν το Μωριά με το Γοδεφρείδο Βιλλαρδουίνο, κατόρθωσαν, ύστερα από σαράντα ένα χρόνια, να πολιορκήσουν τη Μονεμβασία, που έμενε η τελευταία ακυρίευτη, ακόμη, πολιτεία από το βασίλειο του Μωριά.
Οι πολιορκημένοι όμως άντεχαν παλικαρίσια και, παρ` όλες τις προσπάθειες τους, οι Φράγκοι δεν κατόρθωναν να μπουν και να καταλάβουν το κάστρο της. Μερικοί απ` αυτούς τότε -κάπου τριακόσιοι- αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τους συντρόφους τους και να φύγουν, γιατί είχαν βαρεθεί το μάταιο αγώνα τους.
Αυτό, όμως, θεωρήθηκε προδοσία κι ένας Φράγκος ανώτερος αξιωματικός -ο Ραούλ Πίζος- τους συνέλαβε όλους και τους τιμώρησε μ` ένα πολύ αυστηρό όσο και παράξενο τρόπο: Τους έγδυσε και τους κάθισε πάνω σε μυτερά αγκάθια.
Όταν ο Βιλλαρδουίνος έμαθε την απάνθρωπη τιμωρία των στρατιωτών του, διέταξε τους άλλους αξιωματικούς να τον πιάσουν και να τον τιμωρήσουν με τον ίδιο τρόπο. Οι στρατιώτες που ήθελαν να φύγουν, εκτίμησαν την πράξη αυτή του αρχηγού τους κι έμειναν.
Από το γεγονός αυτό, παρέμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: «κάθουμε σε αγκάθια» που τη λέμε συνήθως, όταν μας βασανίζει κάτι.
"Κάνει την πάπια"
Στη βυζαντινή εποχή, αυτός που κρατούσε τα κλειδιά του παλατιού -ο κλειδοκράτορας δηλαδή- ονομάζονταν Παπίας.
«Ο Παπίας με τα του Εταιριάρχου αυτοπροσώπως ήνοιγον και έκλειον απάσας τας εις το παλάτιον εισόδους». Τώρα για ποιο λόγο τον έλεγαν έτσι, παραμένει άγνωστο.
Ωστόσο με τον καιρό, το όνομα αυτό έγινε τιμητικός τίτλος, που δινόταν σε διάφορους έμπιστους αυλικούς. Ο Πάπιας είχε το δικαίωμα να παρακάθεται στο ίδιο τραπέζι με τον αυτοκράτορα, να κουβεντιάζει μαζί του και να διασκεδάζει στα συμπόσια του.
Κάποτε -όταν αυτοκράτορας ήταν ο Βασίλειος Β`- Παπίας του παλατιού έγινε ο Ιωάννης Χανδρινός, άνθρωπος με σκληρά αισθήματα, ύπουλος και ψεύτης. Από τη στιγμή που ανέλαβε καθήκοντα κλειδοκράτορα, άρχισε να διαβάλει τους πάντες -ακόμη και τον αδελφό του Συμεώνα - στον αυτοκράτορα.
Έτσι, κατάντησε να γίνει το φόβητρο όλων. Όταν κανείς του παραπονιόταν πως τον αδίκησε, ο Χανδρινός προσποιούταν τον έκπληκτο και τα μάτια του ...βούρκωναν υποκριτικά. - «Είσαι ο καλύτερος μου φίλος, του έλεγε. Πώς μπορούσα να πω εναντίον σου στον αυτοκράτορα;».
Η διπροσωπία του αυτή έμεινε κλασική στο Βυζάντιο. Γι` αυτό, από τότε, όταν κανείς πιανόταν να λέει κανένα ψέμα στη συντροφιά του ή να προσποιείται τον ανήξερο, οι φίλοι του του έλεγαν ειρωνικά: «Ποιείς τον Παπίαν»... Φράση που έμεινε ως τα χρόνια μας με μια μικρή παραλλαγή.
Δεν χαρίζω κάστανα
Στα 1826 ο Ιμπραήμ έστειλε κατασκόπους του στην απόρθητη Μάνη, ντυμένους καστανάδες.
Αυτοί για να πληροφορηθούν από τις γυναίκες και τα παιδιά που βρίσκονταν οι άντρες τους, άρχισαν να χαρίζουν τα κάστανα αντί να τα πουλάνε. Υποψιασμένοι οι ντόπιοι τους έπιασαν και τους ανάγκασαν να πουν την αλήθεια. Όταν οι κατάσκοποι ρώτησαν για την τύχη τους, οι Μανιάτες αποκρίθηκαν: "Εμείς δεν χαρίζουμε κάστανα", δηλαδή θα σας τιμωρήσουμε.
"Καρφί δεν του καίγεται"
Όσο οι Τούρκοι έζωναν στενότερα την Κωνσταντινούπολη, τόσο οι Βυζαντινοί πρόσεχαν και οχύρωναν την Πελοπόννησο, για να την έχουν σαν καταφύγιο.
Όταν ήρθε να καλογερέψει εδώ ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός, περιγράφει το Μυστρά «Σκυθίας ερημότερον». Οι επιδρομές των Σαρακηνών, οι πόλεμοι των Ελλήνων με τους Φράγκους της Αχαΐας και η αιώνια φαγωμάρα των τοπικών αρχόντων, είχαν καταστρέψει ολότελα τον τόπο.
Κανείς δεν μπορούσε να βγει από το σπίτι του ούτε μέρα ούτε νύχτα, χωρίς να βαστά όπλα. Οι Παλαιολόγοι έβαλαν τάξη, ειρήνεψαν τα μέρη και με το Μυστρά, που έφτασε να `χει σαράντα χιλιάδες κατοίκους, ζωντάνεψαν τον ελληνισμό εκείνους τους χρόνους.
Παρ` όλ` αυτά ολόκληρη η Πελοπόννησος κι ο Μυστράς μαζί, λίγο έλειψε να επαναστατήσουν, όταν τη θέση του γενικού τοποτηρητή πήρε ο Δημήτριος Παντεχνής, άνθρωπος που παρίστανε το θαυματοποιό. Πραγματικά, ο Παντεχνής φαίνεται πως γνώριζε την τέχνη του ταχυδακτυλουργού, γιατί πολλοί σύγχρονοι του αναφέρουν πως έκανε καταπληκτικά πράγματα.
Κι ένα απ` όλα είναι, ότι εξαφάνιζε νομίσματα και χρυσαφικά μόλις τ` άγγιζε και κατηγορούσε κατόπιν τους άλλους για κλέφτες. Επειδή έκανε πολλά τέτοια, ο λαός αποφάσισε να τον τιμωρήσει με την ποινή της παραμόρφωσης. Δηλαδή, μ ένα πυρακτωμένο καρφί, έκαναν στο πρόσωπο του τιμωρούμενου διάφορα σημάδια.
Το καρφί, όμως, που έφεραν για να παραμορφώσουν τον Παντεχνή, παρόλο που το έβαλαν σε δυνατή φωτιά και το άφησαν εκεί πολλή ώρα, παρέμεινε τελείως κρύο. Το παράξενο αυτό φαινόμενο τόσο πολύ τρόμαξε το πλήθος, ώστε τον παράτησε κι έφυγε λέγοντας «το καρφί δεν του καίγεται», για να μείνει από τότε η παροιμιώδης φράση: «Καρφί δεν του καίγεται», που στην επέκταση της τη λέμε και για τα άτομα εκείνα που αδιαφορούν για τον πλησίον τους.
Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα
Ίσως η χαρακτηριστικότερη πρόταση για την περιγραφή της ασυναρτησίας.
Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, η πραγματική μορφή της φράσης είναι: "Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή καν' έλα'', που σημαίνει: έρχομαι από την Κωνσταντινούπολη και σε προσκαλώ να έρθεις στην κορυφή.
Αποτελούσε μήνυμα των Σταυροφόρων, όταν επέστρεφαν από την κατακτημένη πλέον Κωνσταντινούπολη και καθόριζαν ως σημείο συνάντησης τους την κορυφή του λόφου.
Κατέβηκε από τα Γκράβαρα
Όταν κάποιος μάς φαίνεται ... ξεροκέφαλος , λέμε συνήθως , ότι " κατέβηκε από τα Κράβαρα " .
Κάποτε αρκετά χρόνια πριν την Επανάσταση του '21 , στη Ναύπακτο , ξεσηκώθηκαν τολμηρά παλικάρια , ανέβηκαν στο βουνό και δημιούργησαν ένα ισχυρό καπετανάτο.
Οι Αρβανίτες τους έτρεμαν . Ωστόσο μια μέρα αποφάσισαν να τους χτυπήσουν με μεγάλες δυνάμεις , για να τους βγάλουν απ' τη μέση .
Αλλά όταν άρχισε η μάχη , οι Έλληνες τούς επιτεθήκανε με καταπληκτική ορμή , φωνάζοντας συγχρόνως : " Στην κάρα βαρήτε ! " .
Η λέξη " κάρα " , που σημαίνει κεφάλι , ήταν πολύ της μόδας , παρμένη από τα θρησκευτικά βιβλία . Ο λαός, λοιπόν , όλους αυτούς που φώναζαν " στην κάρα βαρήτε ¨ τους ονόμασε τιμητικά - με μια μικρή παραλλαγή " Κραβαρίτες " .
Και με τον καιρό , η Ναύπακτος πήρε την ανεπίσημη ονομασία [Γ]Κράβαρα .
Άνοιξε η γη και τον κατάπιε
Η φράση αυτή έχει την αρχή της στη μυθολογία των αρχαίων Ελλήνων.
Σύμφωνα με το μύθο, ο Αμφιάραος καταδιωκόμενος από τον Περικλύμενο και κινδυνεύοντας, από στιγμή σε στιγμή, να χτυπηθεί από το ακόντιο του διώκτη του, σώθηκε μόνο από τη γρήγορη επέμβαση του Δία.
Με ένα του κεραυνό, ο πατέρας των θεών, άνοιξε ρήγμα στη γη, όπου χάθηκαν ο Αμφιάραος, το άρμα του και τα δύο άλογα Θόας και Δίας.
Σύμφωνα με άλλη πάλι εκδοχή, τη Σαλώμη, την κόρη του Ηρώδη, σύμφωνα με μια παράδοση, «επί τη αποτομή του Προδρόμου» την κατάπιε η Γη ζωντανή.
Άλλος πλήρωσε τη νύφη
Στην παλιά Αθήνα του 1843, επρόκειτο να συγγενέψουν με γάμο δύο αρχοντικές οικογένειες: Του Γιώργη Φλαμή και του Σωτήρη Ταλιάνη.
Ο Φλαμής είχε το κορίτσι και ο Ταλιάνης το αγόρι. Η εκκλησία, που θα γινόταν το μυστήριο, ήταν η Αγία Ειρήνη της Πλάκας. Η ώρα του γάμου είχε φτάσει και στην εκκλησία συγκεντρώθηκαν ο γαμπρός, οι συγγενείς και οι φίλοι τους. Μόνο η νύφη έλειπε.
Τι είχε συμβεί;
Απλούστατα. Η κοπέλα, που δεν αγαπούσε τον νεαρό Ταλιάνη, προτίμησε ν΄ ακολουθήσει τον εκλεκτό της καρδιάς της, που της πρότεινε να την απαγάγει. Ο γαμπρός άναψε από την προσβολή, κυνήγησε την άπιστη να την σκοτώσει, αλλά δεν κατόρθωσε να την ανακαλύψει.
Γύρισε στο σπίτι του παρ΄ ολίγο πεθερού του και του ζήτησε τα δώρα που είχε κάνει στην κόρη του. Κάποιος όρος όμως στο προικοσύμφωνο έλεγε πως οτιδήποτε κι αν συνέβαινε προ και μετά το γάμο μεταξύ γαμπρού και νύφης «δέ θά ξαναρχούτο τση καντοχή ουδενός οι μπλούσιες πραμάτιες καί τα τζόβαιρα όπου αντάλλαξαν οι αρρεβωνιασμένοι».
Φαίνεται δηλαδή, ότι ο πονηρός γερο-Φλαμής είχε κάποιες υποψίες από πριν, για το τι θα μπορούσε να συμβεί, γι’ αυτό έβαλε εκείνο τον όρο. Κι έτσι πλήρωσε ο φουκαράς ο Ταλιάνης τα δώρα του άλλου.
Από τότε οι παλαιοί Αθηναίοι, όταν γινόταν καμιά αδικία σε βάρος κάποιου, έλεγαν ότι «άλλος πλήρωσε τη νύφη» κι έμεινε η φράση έως και σήμερα.
Αλλουνού παπά ευαγγέλιο
Αυτή τη φράση την παίρνουμε από μια Κεφαλλονίτικη ιστορία.
Κάποιος παπάς σε ένα χωριουδάκι της Κεφαλονιάς, αγράμματος, πήγε να λειτουργήσει σ’ ένα άλλο χωριό, γιατί ο παπάς του χωριού είχε αρρωστήσει για πολύν καιρό.
Ο παπάς όμως, στο δικό του ευαγγέλιο, μια και ήταν αγράμματος, είχε βάλει δικά του σημάδια κι έτσι κατάφερνε να το λέει.
Εδώ όμως, στο ξένο ευαγγέλιο, δεν υπήρχαν τα σημάδια, γιατί ο παπάς αυτού του χωριού δεν τα είχε ανάγκη, μια και ήταν μορφωμένος.
Άρχισε, λοιπόν, ο καλός μας να λέει το ευαγγέλιο που λέγεται την Κυριακή του Ασώτου.
Τότε κάποιος από το εκκλησίασμα του φώναξε, «Τί μας ψέλνεις εκεί παπά; Αυτό δεν είναι το σημερινό ευαγγέλιο!…».
«Εμ, τι να κάνω;», απάντησε αυτός, που κατάλαβε το λάθος του και προσπάθησε να το «μπαλώσει» όπως όπως.
«Αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο…».
Από τότε έμεινε αυτή η παροιμιώδης φράση, με την οποία εννοούμε ότι κάτι είναι άσχετο με κάτι άλλο, ή ότι κάποιος είναι αναρμόδιος για κάποιο θέμα.
Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος
«Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος» ή «Έγινε του Κουτρούλη το πανηγύρι» λέμε οι νεότεροι Έλληνες όταν πρόκειται για θορυβώδη συνάθροιση ή μεγάλη ακαταστασία. Ποιος είναι όμως αυτός ο Κουτρούλης και γιατί ο γάμος του να γίνει παροιμιώδης;
Ο καβαλλάριος (ιππότης) Ιωάννης ο Κουτρούλης, που πιθανώς ζούσε στη Μεθώνη, συγκατοίκησε με γυναίκα που είχε φύγει από το συζυγικό σπίτι μετά από σκάνδαλο, όπως φαίνεται. Η μη νόμιμη αυτή συγκατοίκηση τράβηξε την προσοχή της εκκλησίας, η οποία αφόρισε τη γυναίκα.
Πέρασαν εν τω μεταξύ δεκαεφτά χρόνια, και ο Κουτρούλης, μη εννοώντας να απομακρυνθεί από τη γυναίκα, πάντοτε προσπαθούσε να του επιτραπεί να την παντρευτεί νόμιμα.
Πόσο μεγάλο θα ήταν το σκάνδαλο, και επομένως πόσο γνωστό στη μικρή κοινωνία της Μεθώνης, ο καθένας το φαντάζεται.
Ο νόμιμος και πρώτος σύζυγος που αντιδρούσε, για δεκαεφτά χρόνια βασάνιζε τον Κουτρούλη.
Τα πράγματα όμως μεταβλήθηκαν το Μάιο του 1394. Ο Πατριάρχης Αντώνιος ο Δ’, στον οποίο η αφορισθείσα παρουσίασε διαζύγιο που είχε γίνει επί του εν τω μεταξύ αποθανόντος επισκόπου Μεθώνης Καλογεννήτου, με το οποίο ο γάμος θεωρούνταν νομίμως διαλελυμένος, αναγνώρισε το δίκιο της και με γράμματά του και προς τον μητροπολίτη Μονεμβασίας και τον επίσκοπο Μεθώνης επίτρεψε την με τις ευχές της εκκλησίας τέλεση του γάμου, εάν όμως αποδεικνυόταν ότι ο Κουτρούλης δεν είχε καμιά ιδιαίτερη σχέση με τη γυναίκα, με την οποία συγκατοικούσε, για όσο αυτή ζούσε με τον πρώτο σύζυγό της.
Ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τον βαφτίσανε
Ο Αγγελάκης Νικηταράς, παράγγειλε κάποτε του Κολοκοτρώνη -που ήταν στενός του φίλος- να κατέβει στο χωριό, για να βαφτίσει το μωρό του.
Ο Νικηταράς τού παράγγειλε ότι το παιδί επρόκειτο να το βγάλουν Γιάννη, αλλά για να τον τιμήσουν, αποφάσισαν να του δώσουν τ’ όνομά του, δηλαδή Θεόδωρο.
Ο θρυλικός Γέρος του Μοριά απάντησε τότε, πως ευχαρίστως θα πήγαινε μόλις θα «έκλεβε λίγον καιρό», γιατί τις μέρες εκείνες έδινε μάχες.
Έτσι θα πέρασε ένας ολόκληρος μήνας σχεδόν κι ο Κολοκοτρώνης δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την υπόσχεση που είχε δώσει.
Δεύτερη, λοιπόν, παραγγελία του Νικηταρά. Ώσπου ο Γέρος πήρε την απόφαση και με δύο παλικάρια του κατέβηκε στο χωριό. Αλλά μόλις μπήκε στο σπίτι του φίλου του, δεν είδε κανένα μωρό, ούτε καμμιά προετοιμασία για βάφτιση.
Τι είχε συμβεί: Η γυναίκα του Νικηταρά ήταν στις μέρες της να γεννήσει. Επειδή όμως, ο τελευταίος ήξερε πως ο Γέρος ήταν απασχολημένος στα στρατηγικά του καθήκοντα και πως θ’ αργούσε οπωσδήποτε να τους επισκεφτεί -οπότε θα είχε γεννηθεί πια το παιδί - τού παράγγελνε και τού ξαναπαράγγελνε προκαταβολικά για τη βάφτιση.
Όταν ο Κολοκοτρώνης άκουσε την…απολογία του Νικηταρά, ξέσπασε σε δυνατά γέλια και φώναξε:
- Ωχού! Μωρέ, ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τον βαφτίσανε!
Και οι τοίχοι έχουν αφτιά
Από τα αρχαιότατα χρόνια και ως τον Μεσαίωνα, η άμυνα μιας χώρας εναντίον των επιδρομέων, ήταν κυρίως τα τείχη που την κύκλωναν.
Τα τείχη αυτά χτιζόντουσαν, συνήθως, με τη βοήθεια των σκλάβων και των αιχμαλώτων που συλλαμβάνονταν στις μάχες. Οι μηχανικοί, όμως, ανήκαν απαραίτητα στο στενό περιβάλλον του άρχοντα ή του βασιλιά, που κυβερνούσε τη χώρα.
Τέτοιοι πασίγνωστοι μηχανικοί, ήταν ο Αθηναίος Αριστόθουλος -ένας από αυτούς που έχτισαν τα μεγάλα τείχη του Πειραιά-, ο Λαύσακος, που ήταν στενός φίλος του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και ο Ναρσής, που υπηρετούσε κοντά στο Λέοντα τον Σγουρό.
Όταν ο τελευταίος, κυνηγημένος οπό τους Φράγκους κλείστηκε στην Ακροκόρινθο, ο Ναρσής τού πρότεινε ένα σχέδιο φρουρίου, που έγινε αμέσως δεκτό.
Το χτίσιμό του κράτησε ολόκληρο χρόνο κι όταν τέλειωσε, αποδείχτηκε πράγματι πως ήταν απόρθητο
Στα τείχη του φρουρίου ο Ναρσής έκανε και μια καινοτομία εκπληκτική για την εποχή του. Σε ορισμένα σημεία, τοποθέτησε μερικούς μυστικούς σωλήνες από κεραμόχωμα, που έφταναν, χωρίς να φαίνονται, ως κάτω στα υπόγεια, το οποία χρησίμευαν για φυλακές.
Όταν κανείς, λοιπόν, βρισκόταν πάνω στις επάλξεις του πύργου, από ‘κει ψηλά μπορούσε ν’ ακούσει από μέσα από τους σωλήνες, ό,τι λεγόταν από τους αιχμαλώτους, που ήταν κλεισμένοι εκεί. Ήταν, ας πούμε, ένα είδος…ακουστικών…της εποχής του. Τότε όμως τα έλεγαν «ωτία».
Μας άλλαξαν τα φώτα
Μια παράξενη συνήθεια στην Αγγλία ήταν να κατραμώνουν τους λαθρέμπορους.
Τους κρεμούσαν στις ακτές της θάλασσας, τους άλειβαν με πίσσα και τους άφηναν εκεί να αιωρούνται βδομάδες, μήνες και χρόνια, καμιά φορά. Έβαζαν δε τις κρεμάλες σε απόσταση πάνω στους βράχους της παραλίας. Αυτή η απάνθρωπη συνήθεια κράτησε ως τα τελευταία, σχεδόν, χρόνια.
Στα 1822, έβλεπε κανείς στον πύργο του Δούβρου τρεις τέτοιους κρεμασμένους. Η Αγγλία έκανε τα ίδια με τους κλέφτες, τους εμπρηστές και τους δολοφόνους. Ο Τζον Πέιvτερ, που έβαλε φωτιά στα ναυτομάγαζα του Πόρτσμουθ, κρεμάστηκε και κατραμώθηκε στα 1776. Ο αβάς Κόγερ τον ξαναείδε στα 1777.
Ο Πέιντερ ήταν αλυσοδεμένος και κρεμασμένος πάνω από τα ερείπια που είχε προξενήσει ο ίδιος, τον φρεσκοπίσσωναν δε από καιρό σε καιρό, για να διατηρείται. Τέλος, τον αντικατέστησαν ύστερα από τέσσερα χρόνια.
Με τον ίδιο τρόπο αι Βυζαντινοί τιμωρούσαν πολλούς εγκληματίες, που έκαναν, όμως και χρέη φαναριών!
Τους έβαζαν, δηλαδή, φωτιά στα πόδια και τους άφηναν να καίγονται σαν λαμπάδες. Και φαίνεται πως οι δολοφόνοι ήταν πολλοί την εποχή εκείνη, αφού για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα φώτιζαν τον Κεράτιο κόλπο. Αργότερα, όμως, τους αντικατέστησαν με αληθινούς πυρσούς. Αυτοί ωστόσο, που ήθελαν να καίγονται οι εγκληματίες, έλεγαν δυσαρεστημένοι: «Μας άλλαξαν τα φώτα».
Τον έπιασαν στα πράσα
Μόλις η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, κάποιος Θεόδωρος Καρράς έφτιαξε μια συμμορία κακοποιών, που ρήμαζαν τα σπίτια και τα μαγαζιά.
Η αστυνομία τούς κυνηγούσε να τους πιάσει, μα ποτέ δεν το κατόρθωνε. Ο Καρράς είχε γίνει αληθινό φόβητρο των κατοίκων. Την εποχή εκείνη στην Κολοκυνθού των Αθηνών κατοικούσε ο παπά-Μελέτης, που έλεγαν ότι είχε φλουριά με το τσουβάλι.
Αν και περασμένης ηλικίας, η καταπληκτική του δύναμη έκανε εντύπωση σε όλους. Το σπιτάκι που έμενε, ήταν τριγυρισμένο με περιβόλι από πράσα.
Μια νύχτα ο παπάς πετάχτηκε οπό τον ύπνο του. Του φάνηκε πως είδε στο περιβόλι του κάποια σκιά, που κινούταν ύποπτα μέσο στα πράσα. Άφοβος καθώς ήταν, πήγε προς τα κει και μ’ ένα πήδημα γράπωσε από τον σβέρκο -ποιον άλλον;- τον περίφημο Καρρά, που τον παρέδωσε στην αστυνομία.
Ο κακοποιός ομολόγησε γρήγορα τους συνεργάτες του, που πιάστηκαν κι αυτοί.
Απ’ αυτό το γεγονός προέκυψε και η φράση «τον έπιασαν στα πράσα», που σημαίνει επ’ αυτοφώρω σύλληψη.
Ένα από τα αγαπημένα θεάματα των Ρωμαίων και αργότερα των Βυζαντινών, ήταν η ελεύθερη πάλη.
Οι περισσότεροι από τους παλαιστές, ήταν σκλάβοι, που έβγαιναν από το στίβο με την ελπίδα να νικήσουν και να απελευθερωθούν. Στην ελεύθερη αυτή πάλη επιτρέπονταν τα πάντα γροθιές, κλωτσιές, κουτουλιές, ακόμη και το πνίξιμο.
Το μόνο που απαγορευόταν αυστηρά ήταν οι γρατζουνιές. Ο παλαιστής έπρεπε να νικήσει τον αντίπαλό του, χωρίς να του προξενήσει την παραμικρή αμυχή με τα νύχια, πράγμα , βέβαια, δυσκολότατο.
Γιατί τα νύχια των δυστυχισμένων σκλάβων, που έμεναν συνέχεια μέσα στα κάτεργα, ήταν τεράστια και σκληρά από τις βαριές δουλειές που έκαναν.
Γι' αυτό λίγο προτού βγουν στο στίβο, άρχιζαν να τα κόβουν, όπως μπορούσαν, με τα δόντια τους. Από το γεγονός αυτό βγήκε κι η φράση «τρώει τα νύχια του για καβγά».
Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο
Στην εποχή που κυβερνούσε τα Γιάννενα ο Αλή Πασάς, είχε μπει φόρος ένα γρόσι στην κάθε οκά στα ψάρια και στα χέλια, που θα ψαρευόντουσαν μέσα στη λίμνη. Εκείνος που δε θα πλήρωνε, θα έχανε τα ψάρια του, που του τα έπαιρναν οι φοροεισπράκτορες του Αλή Πασά.
Αλλά φτωχοί καθώς ήταν όλοι τους, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να μην πληρώσουν το φόρο, αλλά οι άνθρωποι του Αλή τους παρακολουθούσαν και τους έπαιρναν ό,τι είχαν όλη τη νύχτα τραβήξει.
Ένας γερο-θυμόσοφος όμως ψαράς, βλέποντας το βίος του να καταστρέφεται και αντικρίζοντας τα ψάρια του, που τα φόρτωναν οι στρατιώτες του Αλή Πασά, είπε: «Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο», για να μείνει από τότε και να λέγεται σήμερα όταν θέλουμε να καταδείξουμε είτε την ακόρεστη πείνα, είτε τον ανεκπλήρωτο πόθο, το απλησίαστο.
Του έψησε το ψάρι στα χείλη
Ο λαός του Βυζαντίου γιόρταζε με μεγάλη κατάνυξη και πίστη όλες τις μέρες της Σαρακοστής. Το φαγητό του ήταν μαρουλόφυλλα βουτηγμένα στο ξύδι, μαυρομάτικα φασόλια, φρέσκα κουκιά και θαλασσινά.
Στα μοναστήρια, όμως, ήταν ακόμη πιο αυστηρά, αν και πολλοί καλόγεροι, που δεν μπορούσαν να κρατήσουν περισσότερο τη νηστεία, έκαναν πολλές κρυφές…αμαρτίες κι έτρωγαν αβγά ή έπιναν γάλα. Αν τύχαινε, όμως, κανένας απ’ αυτούς να πέσει στην αντίληψη των άλλων -ότι είχε σπάσει δηλαδή τη νηστεία του- καταγγελλόταν αμέσως στο ηγουμενοσυμβούλιο και καταδικαζόταν στις πιο αυστηρές ποινές.
Κάποτε λοιπόν, ένας καλόγερος, ο Μεθόδιος, πιάστηκε να τηγανίζει ψάρια μέσα σε μια σπηλιά, που ήταν κοντά στο μοναστήρι. Το αμάρτημά του θεωρήθηκε φοβερό. Το ηγουμενοσυμβούλιο τον καταδίκασε τότε στην εξής τιμωρία: Διάταξε και του γέμισαν το στόμα με αναμμένα κάρβουνα και κει πάνω έβαλαν ένα ωμό ψάρι, για να…ψηθεί!
Το γεγονός αυτό το αναφέρει ο Θεοφάνης. Φυσικά ο καλόγερος πέθανε έπειτα από λίγο μέσα σε τρομερούς πόνους. Αλλά ωστόσο έμεινε η φράση «Μου έψησε το ψάρι στα χείλη» ή «Του έψησε το ψάρι στα χείλη».
Πέθανε στη ψάθα
Αν και το Βυζάντιο στην εποχή του ήταν η πλουσιότερη χώρα του κόσμου, τα πλούτη του αυτά τα νέμονταν ορισμένοι άρχοντες μονάχα. Ο λαός υπέφερε σε αφάνταστο βαθμό κι είναι γνωστό ότι η «βασιλίδα» των πόλεων -η Κωνσταντινούπολη- είχε πολλές συνοικίες, που οι κάτοικοί τους ζούσαν από τα αποφάγια των αρχόντων.
Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους αυτούς δε φορούσαν ρούχα -επειδή δεν είχαν- αλλά μερικά παλιοκούρελα, που σκέπαζαν το γυμνό τους σώμα.
Τα σπίτια τους ήταν αληθινές τρώγλες κι όταν τύχαινε να πέσει καμιά επιδημία, πέθαιναν εκατοντάδες άνθρωποι την ημέρα χωρίς βοήθεια.
Η χειρότερη συνοικία της Κωνσταντινούπολης ήταν η Μπάρα, που την κατοικούσαν αποκλειστικά εταίρες και άποροι. Οι τελευταίοι δεν είχαν δει στη ζωή τους κρεβάτι και κοιμόντουσαν πάνω σε ψάθες, που τις έφτιαχναν οι ίδιοι. Γι’ αυτό το πράγμα έχουν διασωθεί πολλές μαρτυρίες.
Ο Θεόδωρος ο Πρόδρομος π.χ. στα ποιήματά του, λέει ότι ο ηγούμενος του είπε:
«Αυτός έχει καν τέσσαpα κρεβατοστρώσια
και συ κοιμάσαι εις το ψαθίν και γέμεις και τας φθείρας».
Γι’ αυτό και σήμερα, όταν πεθαίνει κανείς πολύ φτωχός, λέμε: «Αυτός πέθανε στην ψάθα…».
Πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του
Οι φόροι πριν από τον 19ο αιώνα ήταν τόσοι πολλοί στην Ελλάδα, ώστε, όσοι δεν είχαν να πληρώσουν, έβγαιναν στο βουνό. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους φόρους, υπήρξε και ένας τον οποίον πλήρωναν όσοι είχαν μακρυά…μαλλιά!
Για τη φοβερή αυτή φορολογία, ο ιστορικός Χριστόφορος Άγγελος, γράφει τα εξής χαρακτηριστικά:
«Οι επιβληθέντες φόροι ήσαν αναρίθμητοι, αλλά και άνισοι. Έκτος της δεκάτης, του εγγείου και της διακατοχής των ιδιοκτησιών, εκάστη οικογένεια κατέβαλε χωριστά φόρον καπνού εστίας), δασμόν γάμου, δούλου και δούλης, καταλυμάτων, επαρχιακών εξόδων, καφτανίων, καρφοπετάλλων καί άλλων εκτάκτων. Ενώ δε ούτω βαρείς καθ’ εαυτούς ήσαν οι επιβληθέντες φόροι, έτι βαρύτερους και αφόρητους καθίστα ο τρόπος της εισπράξεως και η δυναστεία των αποστελλομένων προς τούτο υπαλλήλων ή εκμισθωτών. Φόρος ωσαύτως ετίθετο επί των ραγιάδων (ραγιάς=υπόδουλος εκ της τουρκικής λέξεως «raya») εκείνων οίτινες έτρεφον μακράν κόμην».
Από τον τελευταίο αυτόν φόρο, έμεινε παροιμιώδης η φράση «Πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του», την οποία λέμε σήμερα για κάτι που πληρώνουμε πολύ ακριβά.
Το ζευγάρι της Αγίας Παρασκευής
Στην παλιά Αθήνα, κοντά στο Θησείο, υπήρχε κάποτε η συνοικία της Αγίας Παρασκευής, που δεν υπάρχει σήμερα.
Σε κάποιο μοναχικό σπιτάκι κατοικούσε ένα αντρόγυνο: Ο Θάνος και η Παγώνα Παγιαυλή. Ο κόσμος τους έβλεπε και τους ζήλευε, γιατί έμοιαζαν «σαν δύο αληθινά πιτσουνάκια», όπως γράφει ένας παλιός χρονικογράφος.
Το ζευγάρι αυτό είχε γίνει υπόδειγμα για τους άλλους παντρεμένους κι όλοι προσπαθούσαν να μιμηθούν «το αντρόγυνο τής Αγίας Παρασκευής».
Ένα βράδυ όμως, μερικοί φίλοι πέρασαν έξω από το σπίτι τους κι άκουσαν γυναικείες φωνές και κλάματα. Κατάλαβαν τότε πως ο άντρας έδερνε τη γυναίκα του. Δεν είπαν τίποτε κι έφυγαν. Την επομένη το αντρόγυνο παρουσιάστηκε σαν να μη συνέβαινε απολύτως τίποτε.
Αυτό κράτησε περισσότερο από μήνα, ώσπου από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε το μυστικό: Κάθε νύχτα τις έτρωγε η Παγώνα από το Θάνο και την ημέρα παρουσιάζονταν σαν το πιο αγαπημένο κι ευτυχισμένο ζευγάρι τής Αθήνας. Από τότε, όταν βλέπουμε κανένα αντρόγυνο να υποκρίνεται το αγαπημένο, λέμε ότι μοιάζει με «το αντρόγυνο τής Αγίας Παρασκευής».
Του μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά
Οι Βυζαντινοί όταν έπιαναν κάποιον να κρυφακούει, του έριχναν ζεματιστό λάδι στ’ αφτιά και τον κούφαιναν.
Για τους «ωτακουστές» -όπως τους έλεγαν τότε αυτούς- ο αυτοκράτορας lουλιανός αισθανόταν φοβερή απέχθεια. Μπορούσε να συγχωρέσει έναν προδότη, αλλά έναν «ωτακουστή» ποτέ.
Ο ίδιος έγραψε έναν ειδικό νόμο γι’ αυτούς, ζητώντας να τιμωρούνται με μαρτυρικό θάνατο. Μα όταν τον έστειλε στη Σύγκλητο, για να τον εγκρίνει, εκείνη τον απέρριψε, γιατί θεώρησε ότι το αμάρτημα του «ωτακουστή» δεν ήταν και τόσο μεγάλο. Είπαν δηλαδή -οι Συγκλητικοί- ότι η περιέργεια είναι φυσική στον άνθρωπο και ότι αυτός που κρυφακούει, είναι, απλώς, περίεργος. Μπορεί να κάνει την κακή αυτή πράξη, αλλά χωρίς να το θέλει.
Έτσι βρήκαν την ευκαιρία να καταργήσουν και το καυτό λάδι και ζήτησαν να τους επιβάλλεται μικρότερη ποινή.
Ο lουλιανός θύμωσε, μα δέχτηκε να αλλάξουν το σύστημα της τιμωρίας με κάτι άλλο που, ενώ στην αρχή φάνηκε αστείο, όταν μπήκε σε εφαρμογή, αποδείχθηκε πως ήταν αφάνταστα τρομερό. Έβαζαν δηλαδή στ’ αφτιά του ωτακουστή…ψύλλους! Τα ενοχλητικά ζωύφια, έμπαιναν βαθιά στο λαβύρινθο του αφτιού κι άρχιζαν να χοροπηδούν, προσπαθώντας να βρουν την έξοδο. Φυσικά, ο δυστυχισμένος που δοκίμαζε αυτή την τιμωρία, έφτανε πολλές φορές να τρελαθεί.
Από τότε, ωστόσο, έμεινε η φράση «του μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά», που σήμερα έφτασε να σημαίνει, ότι μου μπαίνουν υποψίες στο μυαλό για κάτι.
Αλά μπουρνέζικα
Όταν μας μιλάει κάποιος και θέλουμε να του πούμε πως δεν καταλαβαίνουμε τι μας λέει, τότε του λέμε πως μιλάει…αλά μποuρνέζικα.
Πολλοί νομίζουν, πως είναι μια λέξη (αλαμπουρνέζικα). Είναι όμως δύο λέξεις.
Μπουρνέζικα, λοιπόν, είναι η γλώσσα που μιλάνε ακόμα, σε μια περιοχή του Σουδάν, όπου ζει η φυλή Μπουρνού.
Η γλώσσα αυτή ήρθε στην Ελλάδα κατά την Επανάσταση του 1821, με την φυλή των Μπουρνού η οποία αποτελούσε τμήμα του εκστρατευτικού σώματος του Αιγύπτιου στρατηγού Ιμπραήμ.
Καθώς η αραβική γλώσσα είναι αρκετά δύσκολη και μάλιστα στις διαλέκτους της, σε μας τους Έλληνες, λοιπόν δίκαια, όσα θ’ ακούγαμε από αυτούς, θα φαίνονταν «αλά μπουρνέζικα», δηλαδή ακατανόητα.
"Κάθομαι στ` αγκάθια"
Όταν στα 1204 οι Φράγκοι Σταυροφόροι ,ήρθαν να κυριέψουν το Μωριά με το Γοδεφρείδο Βιλλαρδουίνο, κατόρθωσαν, ύστερα από σαράντα ένα χρόνια, να πολιορκήσουν τη Μονεμβασία, που έμενε η τελευταία ακυρίευτη, ακόμη, πολιτεία από το βασίλειο του Μωριά.
Οι πολιορκημένοι όμως άντεχαν παλικαρίσια και, παρ` όλες τις προσπάθειες τους, οι Φράγκοι δεν κατόρθωναν να μπουν και να καταλάβουν το κάστρο της. Μερικοί απ` αυτούς τότε -κάπου τριακόσιοι- αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τους συντρόφους τους και να φύγουν, γιατί είχαν βαρεθεί το μάταιο αγώνα τους.
Αυτό, όμως, θεωρήθηκε προδοσία κι ένας Φράγκος ανώτερος αξιωματικός -ο Ραούλ Πίζος- τους συνέλαβε όλους και τους τιμώρησε μ` ένα πολύ αυστηρό όσο και παράξενο τρόπο: Τους έγδυσε και τους κάθισε πάνω σε μυτερά αγκάθια.
Όταν ο Βιλλαρδουίνος έμαθε την απάνθρωπη τιμωρία των στρατιωτών του, διέταξε τους άλλους αξιωματικούς να τον πιάσουν και να τον τιμωρήσουν με τον ίδιο τρόπο. Οι στρατιώτες που ήθελαν να φύγουν, εκτίμησαν την πράξη αυτή του αρχηγού τους κι έμειναν.
Από το γεγονός αυτό, παρέμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: «κάθουμε σε αγκάθια» που τη λέμε συνήθως, όταν μας βασανίζει κάτι.
"Κάνει την πάπια"
Στη βυζαντινή εποχή, αυτός που κρατούσε τα κλειδιά του παλατιού -ο κλειδοκράτορας δηλαδή- ονομάζονταν Παπίας.
«Ο Παπίας με τα του Εταιριάρχου αυτοπροσώπως ήνοιγον και έκλειον απάσας τας εις το παλάτιον εισόδους». Τώρα για ποιο λόγο τον έλεγαν έτσι, παραμένει άγνωστο.
Ωστόσο με τον καιρό, το όνομα αυτό έγινε τιμητικός τίτλος, που δινόταν σε διάφορους έμπιστους αυλικούς. Ο Πάπιας είχε το δικαίωμα να παρακάθεται στο ίδιο τραπέζι με τον αυτοκράτορα, να κουβεντιάζει μαζί του και να διασκεδάζει στα συμπόσια του.
Κάποτε -όταν αυτοκράτορας ήταν ο Βασίλειος Β`- Παπίας του παλατιού έγινε ο Ιωάννης Χανδρινός, άνθρωπος με σκληρά αισθήματα, ύπουλος και ψεύτης. Από τη στιγμή που ανέλαβε καθήκοντα κλειδοκράτορα, άρχισε να διαβάλει τους πάντες -ακόμη και τον αδελφό του Συμεώνα - στον αυτοκράτορα.
Έτσι, κατάντησε να γίνει το φόβητρο όλων. Όταν κανείς του παραπονιόταν πως τον αδίκησε, ο Χανδρινός προσποιούταν τον έκπληκτο και τα μάτια του ...βούρκωναν υποκριτικά. - «Είσαι ο καλύτερος μου φίλος, του έλεγε. Πώς μπορούσα να πω εναντίον σου στον αυτοκράτορα;».
Η διπροσωπία του αυτή έμεινε κλασική στο Βυζάντιο. Γι` αυτό, από τότε, όταν κανείς πιανόταν να λέει κανένα ψέμα στη συντροφιά του ή να προσποιείται τον ανήξερο, οι φίλοι του του έλεγαν ειρωνικά: «Ποιείς τον Παπίαν»... Φράση που έμεινε ως τα χρόνια μας με μια μικρή παραλλαγή.
Δεν χαρίζω κάστανα
Στα 1826 ο Ιμπραήμ έστειλε κατασκόπους του στην απόρθητη Μάνη, ντυμένους καστανάδες.
Αυτοί για να πληροφορηθούν από τις γυναίκες και τα παιδιά που βρίσκονταν οι άντρες τους, άρχισαν να χαρίζουν τα κάστανα αντί να τα πουλάνε. Υποψιασμένοι οι ντόπιοι τους έπιασαν και τους ανάγκασαν να πουν την αλήθεια. Όταν οι κατάσκοποι ρώτησαν για την τύχη τους, οι Μανιάτες αποκρίθηκαν: "Εμείς δεν χαρίζουμε κάστανα", δηλαδή θα σας τιμωρήσουμε.
"Καρφί δεν του καίγεται"
Όσο οι Τούρκοι έζωναν στενότερα την Κωνσταντινούπολη, τόσο οι Βυζαντινοί πρόσεχαν και οχύρωναν την Πελοπόννησο, για να την έχουν σαν καταφύγιο.
Όταν ήρθε να καλογερέψει εδώ ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός, περιγράφει το Μυστρά «Σκυθίας ερημότερον». Οι επιδρομές των Σαρακηνών, οι πόλεμοι των Ελλήνων με τους Φράγκους της Αχαΐας και η αιώνια φαγωμάρα των τοπικών αρχόντων, είχαν καταστρέψει ολότελα τον τόπο.
Κανείς δεν μπορούσε να βγει από το σπίτι του ούτε μέρα ούτε νύχτα, χωρίς να βαστά όπλα. Οι Παλαιολόγοι έβαλαν τάξη, ειρήνεψαν τα μέρη και με το Μυστρά, που έφτασε να `χει σαράντα χιλιάδες κατοίκους, ζωντάνεψαν τον ελληνισμό εκείνους τους χρόνους.
Παρ` όλ` αυτά ολόκληρη η Πελοπόννησος κι ο Μυστράς μαζί, λίγο έλειψε να επαναστατήσουν, όταν τη θέση του γενικού τοποτηρητή πήρε ο Δημήτριος Παντεχνής, άνθρωπος που παρίστανε το θαυματοποιό. Πραγματικά, ο Παντεχνής φαίνεται πως γνώριζε την τέχνη του ταχυδακτυλουργού, γιατί πολλοί σύγχρονοι του αναφέρουν πως έκανε καταπληκτικά πράγματα.
Κι ένα απ` όλα είναι, ότι εξαφάνιζε νομίσματα και χρυσαφικά μόλις τ` άγγιζε και κατηγορούσε κατόπιν τους άλλους για κλέφτες. Επειδή έκανε πολλά τέτοια, ο λαός αποφάσισε να τον τιμωρήσει με την ποινή της παραμόρφωσης. Δηλαδή, μ ένα πυρακτωμένο καρφί, έκαναν στο πρόσωπο του τιμωρούμενου διάφορα σημάδια.
Το καρφί, όμως, που έφεραν για να παραμορφώσουν τον Παντεχνή, παρόλο που το έβαλαν σε δυνατή φωτιά και το άφησαν εκεί πολλή ώρα, παρέμεινε τελείως κρύο. Το παράξενο αυτό φαινόμενο τόσο πολύ τρόμαξε το πλήθος, ώστε τον παράτησε κι έφυγε λέγοντας «το καρφί δεν του καίγεται», για να μείνει από τότε η παροιμιώδης φράση: «Καρφί δεν του καίγεται», που στην επέκταση της τη λέμε και για τα άτομα εκείνα που αδιαφορούν για τον πλησίον τους.
Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα
Ίσως η χαρακτηριστικότερη πρόταση για την περιγραφή της ασυναρτησίας.
Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, η πραγματική μορφή της φράσης είναι: "Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή καν' έλα'', που σημαίνει: έρχομαι από την Κωνσταντινούπολη και σε προσκαλώ να έρθεις στην κορυφή.
Αποτελούσε μήνυμα των Σταυροφόρων, όταν επέστρεφαν από την κατακτημένη πλέον Κωνσταντινούπολη και καθόριζαν ως σημείο συνάντησης τους την κορυφή του λόφου.
Κατέβηκε από τα Γκράβαρα
Όταν κάποιος μάς φαίνεται ... ξεροκέφαλος , λέμε συνήθως , ότι " κατέβηκε από τα Κράβαρα " .
Κάποτε αρκετά χρόνια πριν την Επανάσταση του '21 , στη Ναύπακτο , ξεσηκώθηκαν τολμηρά παλικάρια , ανέβηκαν στο βουνό και δημιούργησαν ένα ισχυρό καπετανάτο.
Οι Αρβανίτες τους έτρεμαν . Ωστόσο μια μέρα αποφάσισαν να τους χτυπήσουν με μεγάλες δυνάμεις , για να τους βγάλουν απ' τη μέση .
Αλλά όταν άρχισε η μάχη , οι Έλληνες τούς επιτεθήκανε με καταπληκτική ορμή , φωνάζοντας συγχρόνως : " Στην κάρα βαρήτε ! " .
Η λέξη " κάρα " , που σημαίνει κεφάλι , ήταν πολύ της μόδας , παρμένη από τα θρησκευτικά βιβλία . Ο λαός, λοιπόν , όλους αυτούς που φώναζαν " στην κάρα βαρήτε ¨ τους ονόμασε τιμητικά - με μια μικρή παραλλαγή " Κραβαρίτες " .
Και με τον καιρό , η Ναύπακτος πήρε την ανεπίσημη ονομασία [Γ]Κράβαρα .
Άνοιξε η γη και τον κατάπιε
Η φράση αυτή έχει την αρχή της στη μυθολογία των αρχαίων Ελλήνων.
Σύμφωνα με το μύθο, ο Αμφιάραος καταδιωκόμενος από τον Περικλύμενο και κινδυνεύοντας, από στιγμή σε στιγμή, να χτυπηθεί από το ακόντιο του διώκτη του, σώθηκε μόνο από τη γρήγορη επέμβαση του Δία.
Με ένα του κεραυνό, ο πατέρας των θεών, άνοιξε ρήγμα στη γη, όπου χάθηκαν ο Αμφιάραος, το άρμα του και τα δύο άλογα Θόας και Δίας.
Σύμφωνα με άλλη πάλι εκδοχή, τη Σαλώμη, την κόρη του Ηρώδη, σύμφωνα με μια παράδοση, «επί τη αποτομή του Προδρόμου» την κατάπιε η Γη ζωντανή.
Άλλος πλήρωσε τη νύφη
Στην παλιά Αθήνα του 1843, επρόκειτο να συγγενέψουν με γάμο δύο αρχοντικές οικογένειες: Του Γιώργη Φλαμή και του Σωτήρη Ταλιάνη.
Ο Φλαμής είχε το κορίτσι και ο Ταλιάνης το αγόρι. Η εκκλησία, που θα γινόταν το μυστήριο, ήταν η Αγία Ειρήνη της Πλάκας. Η ώρα του γάμου είχε φτάσει και στην εκκλησία συγκεντρώθηκαν ο γαμπρός, οι συγγενείς και οι φίλοι τους. Μόνο η νύφη έλειπε.
Τι είχε συμβεί;
Απλούστατα. Η κοπέλα, που δεν αγαπούσε τον νεαρό Ταλιάνη, προτίμησε ν΄ ακολουθήσει τον εκλεκτό της καρδιάς της, που της πρότεινε να την απαγάγει. Ο γαμπρός άναψε από την προσβολή, κυνήγησε την άπιστη να την σκοτώσει, αλλά δεν κατόρθωσε να την ανακαλύψει.
Γύρισε στο σπίτι του παρ΄ ολίγο πεθερού του και του ζήτησε τα δώρα που είχε κάνει στην κόρη του. Κάποιος όρος όμως στο προικοσύμφωνο έλεγε πως οτιδήποτε κι αν συνέβαινε προ και μετά το γάμο μεταξύ γαμπρού και νύφης «δέ θά ξαναρχούτο τση καντοχή ουδενός οι μπλούσιες πραμάτιες καί τα τζόβαιρα όπου αντάλλαξαν οι αρρεβωνιασμένοι».
Φαίνεται δηλαδή, ότι ο πονηρός γερο-Φλαμής είχε κάποιες υποψίες από πριν, για το τι θα μπορούσε να συμβεί, γι’ αυτό έβαλε εκείνο τον όρο. Κι έτσι πλήρωσε ο φουκαράς ο Ταλιάνης τα δώρα του άλλου.
Από τότε οι παλαιοί Αθηναίοι, όταν γινόταν καμιά αδικία σε βάρος κάποιου, έλεγαν ότι «άλλος πλήρωσε τη νύφη» κι έμεινε η φράση έως και σήμερα.
Αλλουνού παπά ευαγγέλιο
Αυτή τη φράση την παίρνουμε από μια Κεφαλλονίτικη ιστορία.
Κάποιος παπάς σε ένα χωριουδάκι της Κεφαλονιάς, αγράμματος, πήγε να λειτουργήσει σ’ ένα άλλο χωριό, γιατί ο παπάς του χωριού είχε αρρωστήσει για πολύν καιρό.
Ο παπάς όμως, στο δικό του ευαγγέλιο, μια και ήταν αγράμματος, είχε βάλει δικά του σημάδια κι έτσι κατάφερνε να το λέει.
Εδώ όμως, στο ξένο ευαγγέλιο, δεν υπήρχαν τα σημάδια, γιατί ο παπάς αυτού του χωριού δεν τα είχε ανάγκη, μια και ήταν μορφωμένος.
Άρχισε, λοιπόν, ο καλός μας να λέει το ευαγγέλιο που λέγεται την Κυριακή του Ασώτου.
Τότε κάποιος από το εκκλησίασμα του φώναξε, «Τί μας ψέλνεις εκεί παπά; Αυτό δεν είναι το σημερινό ευαγγέλιο!…».
«Εμ, τι να κάνω;», απάντησε αυτός, που κατάλαβε το λάθος του και προσπάθησε να το «μπαλώσει» όπως όπως.
«Αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο…».
Από τότε έμεινε αυτή η παροιμιώδης φράση, με την οποία εννοούμε ότι κάτι είναι άσχετο με κάτι άλλο, ή ότι κάποιος είναι αναρμόδιος για κάποιο θέμα.
Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος
«Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος» ή «Έγινε του Κουτρούλη το πανηγύρι» λέμε οι νεότεροι Έλληνες όταν πρόκειται για θορυβώδη συνάθροιση ή μεγάλη ακαταστασία. Ποιος είναι όμως αυτός ο Κουτρούλης και γιατί ο γάμος του να γίνει παροιμιώδης;
Ο καβαλλάριος (ιππότης) Ιωάννης ο Κουτρούλης, που πιθανώς ζούσε στη Μεθώνη, συγκατοίκησε με γυναίκα που είχε φύγει από το συζυγικό σπίτι μετά από σκάνδαλο, όπως φαίνεται. Η μη νόμιμη αυτή συγκατοίκηση τράβηξε την προσοχή της εκκλησίας, η οποία αφόρισε τη γυναίκα.
Πέρασαν εν τω μεταξύ δεκαεφτά χρόνια, και ο Κουτρούλης, μη εννοώντας να απομακρυνθεί από τη γυναίκα, πάντοτε προσπαθούσε να του επιτραπεί να την παντρευτεί νόμιμα.
Πόσο μεγάλο θα ήταν το σκάνδαλο, και επομένως πόσο γνωστό στη μικρή κοινωνία της Μεθώνης, ο καθένας το φαντάζεται.
Ο νόμιμος και πρώτος σύζυγος που αντιδρούσε, για δεκαεφτά χρόνια βασάνιζε τον Κουτρούλη.
Τα πράγματα όμως μεταβλήθηκαν το Μάιο του 1394. Ο Πατριάρχης Αντώνιος ο Δ’, στον οποίο η αφορισθείσα παρουσίασε διαζύγιο που είχε γίνει επί του εν τω μεταξύ αποθανόντος επισκόπου Μεθώνης Καλογεννήτου, με το οποίο ο γάμος θεωρούνταν νομίμως διαλελυμένος, αναγνώρισε το δίκιο της και με γράμματά του και προς τον μητροπολίτη Μονεμβασίας και τον επίσκοπο Μεθώνης επίτρεψε την με τις ευχές της εκκλησίας τέλεση του γάμου, εάν όμως αποδεικνυόταν ότι ο Κουτρούλης δεν είχε καμιά ιδιαίτερη σχέση με τη γυναίκα, με την οποία συγκατοικούσε, για όσο αυτή ζούσε με τον πρώτο σύζυγό της.
Ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τον βαφτίσανε
Ο Αγγελάκης Νικηταράς, παράγγειλε κάποτε του Κολοκοτρώνη -που ήταν στενός του φίλος- να κατέβει στο χωριό, για να βαφτίσει το μωρό του.
Ο Νικηταράς τού παράγγειλε ότι το παιδί επρόκειτο να το βγάλουν Γιάννη, αλλά για να τον τιμήσουν, αποφάσισαν να του δώσουν τ’ όνομά του, δηλαδή Θεόδωρο.
Ο θρυλικός Γέρος του Μοριά απάντησε τότε, πως ευχαρίστως θα πήγαινε μόλις θα «έκλεβε λίγον καιρό», γιατί τις μέρες εκείνες έδινε μάχες.
Έτσι θα πέρασε ένας ολόκληρος μήνας σχεδόν κι ο Κολοκοτρώνης δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την υπόσχεση που είχε δώσει.
Δεύτερη, λοιπόν, παραγγελία του Νικηταρά. Ώσπου ο Γέρος πήρε την απόφαση και με δύο παλικάρια του κατέβηκε στο χωριό. Αλλά μόλις μπήκε στο σπίτι του φίλου του, δεν είδε κανένα μωρό, ούτε καμμιά προετοιμασία για βάφτιση.
Τι είχε συμβεί: Η γυναίκα του Νικηταρά ήταν στις μέρες της να γεννήσει. Επειδή όμως, ο τελευταίος ήξερε πως ο Γέρος ήταν απασχολημένος στα στρατηγικά του καθήκοντα και πως θ’ αργούσε οπωσδήποτε να τους επισκεφτεί -οπότε θα είχε γεννηθεί πια το παιδί - τού παράγγελνε και τού ξαναπαράγγελνε προκαταβολικά για τη βάφτιση.
Όταν ο Κολοκοτρώνης άκουσε την…απολογία του Νικηταρά, ξέσπασε σε δυνατά γέλια και φώναξε:
- Ωχού! Μωρέ, ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τον βαφτίσανε!
Και οι τοίχοι έχουν αφτιά
Από τα αρχαιότατα χρόνια και ως τον Μεσαίωνα, η άμυνα μιας χώρας εναντίον των επιδρομέων, ήταν κυρίως τα τείχη που την κύκλωναν.
Τα τείχη αυτά χτιζόντουσαν, συνήθως, με τη βοήθεια των σκλάβων και των αιχμαλώτων που συλλαμβάνονταν στις μάχες. Οι μηχανικοί, όμως, ανήκαν απαραίτητα στο στενό περιβάλλον του άρχοντα ή του βασιλιά, που κυβερνούσε τη χώρα.
Τέτοιοι πασίγνωστοι μηχανικοί, ήταν ο Αθηναίος Αριστόθουλος -ένας από αυτούς που έχτισαν τα μεγάλα τείχη του Πειραιά-, ο Λαύσακος, που ήταν στενός φίλος του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και ο Ναρσής, που υπηρετούσε κοντά στο Λέοντα τον Σγουρό.
Όταν ο τελευταίος, κυνηγημένος οπό τους Φράγκους κλείστηκε στην Ακροκόρινθο, ο Ναρσής τού πρότεινε ένα σχέδιο φρουρίου, που έγινε αμέσως δεκτό.
Το χτίσιμό του κράτησε ολόκληρο χρόνο κι όταν τέλειωσε, αποδείχτηκε πράγματι πως ήταν απόρθητο
Στα τείχη του φρουρίου ο Ναρσής έκανε και μια καινοτομία εκπληκτική για την εποχή του. Σε ορισμένα σημεία, τοποθέτησε μερικούς μυστικούς σωλήνες από κεραμόχωμα, που έφταναν, χωρίς να φαίνονται, ως κάτω στα υπόγεια, το οποία χρησίμευαν για φυλακές.
Όταν κανείς, λοιπόν, βρισκόταν πάνω στις επάλξεις του πύργου, από ‘κει ψηλά μπορούσε ν’ ακούσει από μέσα από τους σωλήνες, ό,τι λεγόταν από τους αιχμαλώτους, που ήταν κλεισμένοι εκεί. Ήταν, ας πούμε, ένα είδος…ακουστικών…της εποχής του. Τότε όμως τα έλεγαν «ωτία».
Μας άλλαξαν τα φώτα
Μια παράξενη συνήθεια στην Αγγλία ήταν να κατραμώνουν τους λαθρέμπορους.
Τους κρεμούσαν στις ακτές της θάλασσας, τους άλειβαν με πίσσα και τους άφηναν εκεί να αιωρούνται βδομάδες, μήνες και χρόνια, καμιά φορά. Έβαζαν δε τις κρεμάλες σε απόσταση πάνω στους βράχους της παραλίας. Αυτή η απάνθρωπη συνήθεια κράτησε ως τα τελευταία, σχεδόν, χρόνια.
Στα 1822, έβλεπε κανείς στον πύργο του Δούβρου τρεις τέτοιους κρεμασμένους. Η Αγγλία έκανε τα ίδια με τους κλέφτες, τους εμπρηστές και τους δολοφόνους. Ο Τζον Πέιvτερ, που έβαλε φωτιά στα ναυτομάγαζα του Πόρτσμουθ, κρεμάστηκε και κατραμώθηκε στα 1776. Ο αβάς Κόγερ τον ξαναείδε στα 1777.
Ο Πέιντερ ήταν αλυσοδεμένος και κρεμασμένος πάνω από τα ερείπια που είχε προξενήσει ο ίδιος, τον φρεσκοπίσσωναν δε από καιρό σε καιρό, για να διατηρείται. Τέλος, τον αντικατέστησαν ύστερα από τέσσερα χρόνια.
Με τον ίδιο τρόπο αι Βυζαντινοί τιμωρούσαν πολλούς εγκληματίες, που έκαναν, όμως και χρέη φαναριών!
Τους έβαζαν, δηλαδή, φωτιά στα πόδια και τους άφηναν να καίγονται σαν λαμπάδες. Και φαίνεται πως οι δολοφόνοι ήταν πολλοί την εποχή εκείνη, αφού για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα φώτιζαν τον Κεράτιο κόλπο. Αργότερα, όμως, τους αντικατέστησαν με αληθινούς πυρσούς. Αυτοί ωστόσο, που ήθελαν να καίγονται οι εγκληματίες, έλεγαν δυσαρεστημένοι: «Μας άλλαξαν τα φώτα».
Τον έπιασαν στα πράσα
Μόλις η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, κάποιος Θεόδωρος Καρράς έφτιαξε μια συμμορία κακοποιών, που ρήμαζαν τα σπίτια και τα μαγαζιά.
Η αστυνομία τούς κυνηγούσε να τους πιάσει, μα ποτέ δεν το κατόρθωνε. Ο Καρράς είχε γίνει αληθινό φόβητρο των κατοίκων. Την εποχή εκείνη στην Κολοκυνθού των Αθηνών κατοικούσε ο παπά-Μελέτης, που έλεγαν ότι είχε φλουριά με το τσουβάλι.
Αν και περασμένης ηλικίας, η καταπληκτική του δύναμη έκανε εντύπωση σε όλους. Το σπιτάκι που έμενε, ήταν τριγυρισμένο με περιβόλι από πράσα.
Μια νύχτα ο παπάς πετάχτηκε οπό τον ύπνο του. Του φάνηκε πως είδε στο περιβόλι του κάποια σκιά, που κινούταν ύποπτα μέσο στα πράσα. Άφοβος καθώς ήταν, πήγε προς τα κει και μ’ ένα πήδημα γράπωσε από τον σβέρκο -ποιον άλλον;- τον περίφημο Καρρά, που τον παρέδωσε στην αστυνομία.
Ο κακοποιός ομολόγησε γρήγορα τους συνεργάτες του, που πιάστηκαν κι αυτοί.
Απ’ αυτό το γεγονός προέκυψε και η φράση «τον έπιασαν στα πράσα», που σημαίνει επ’ αυτοφώρω σύλληψη.
Σελίδα 1 από 1
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
Πεμ Νοε 28, 2019 9:03 pm από ΑΛΚΗΣ
» Βουτανιάδα
Κυρ Νοε 20, 2016 4:23 pm από Σπύρος
» Αναζήτηση συγγενών
Τετ Οκτ 28, 2015 5:17 am από lafias1894
» Αστροχώρι Πάσχα 2014
Τρι Φεβ 10, 2015 4:01 am από ΑΛΚΗΣ
» Πραγματοποίηθηκε η ενημερωτική εκδήλωση για τα Αιολικά Πάρκα στο Δήμο Γ.Καραϊσκάκη
Τρι Φεβ 10, 2015 2:20 am από ΑΛΚΗΣ
» Οροπέδιο στο Αστρί
Παρ Απρ 04, 2014 3:56 am από ΑΛΚΗΣ
» Φωτογραφίες από Μεσόπυργο
Πεμ Απρ 03, 2014 9:17 pm από ΑΛΚΗΣ
» Ναός Αγίας Κυριακής Αστροχώρι Άρτας
Τετ Μάης 15, 2013 12:43 am από ΑΛΚΗΣ
» Πάσχα 2013
Κυρ Μάης 12, 2013 7:14 pm από ΑΛΚΗΣ